Από την διδασκαλία του Μ.Foucault στο κολλέγιο της Γαλλίας
Μάθημα 14ης Φεβρουαρίου 1979
Όταν μιλάμε για σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό, γενικά λαμβάνουμε τρία είδη απαντήσεων:
Πρώτο: ο νεοφιλελευθερισμός, από οικονομικής άποψης είναι απλώς η επανενεργοποίηση παλαιών, μεταχειρισμένων οικονομικών θεωριών.
Δεύτερο: ο νεοφιλελευθερισμός από κοινωνιολογικής απόψης είναι απλώς το μέσο ώστε να εγκαθιδρύονται στην κοινωνία αυστηρά εμπορευματικές σχέσεις.
Τρίτο: ο νεοφιλελευθερισμός, από πολιτική άποψη, είναι μια γενικευμένη και διοικητική παρέμβαση του Κράτους, παρέμβαση φορτική, ύπουλη μεταμφιεσμένη με την όψη ενός νεοφιλελευθερισμού.
Όλες οι απαντήσεις υπονοούν ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από το ίδιο πάντοτε πράγμα, και μάλιστα προς το χειρότερο.
Δηλαδή, απλώς και μόνο μια επανενεργοποίηση του Άνταμ Σμιθ, την εμπορευματική κοινωνία αυτή που είχε αναλύσει και καταγγείλει το πρώτο βιβλίο του Κεφαλαίου και τρίτο τη γενίκευση της εξουσίας του Κράτους, δηλαδή έναν Σολζενίτσιν σε πλανητική κλίμακα.
Όμως είναι κάτι διαφορετικό από τις τρεις αναλυτικές και κριτικές μήτρες με τις οποίες συνήθως προσεγγίζεται. Κάτι που επιτρέπει να μη γίνεται τίποτε πρακτικά . Σπουδαίο ή όχι σπουδαίο, δεν ξέρω, είναι όμως σίγουρα κάτι που τη μοναδικότητά του θα ήθελα να τη συλλάβω.
Θα είναι πρόβλημα να αφήσουμε να δουλέψει η γνώση του παρελθόντος πάνω στην εμπειρία και την πρακτική του παρόντος. Η μετατόπιση των πολιτικών επιπτώσεων μιας ιστορικής ανάλυσης υπό τη μορφή μιας απλής επανάληψης είναι αναμφίβολα αυτό που πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία, και γι’ αυτό επιμένω στο πρόβλημα του νεοφιλελευθερισμού, για να προσπαθήσω να το αποσπάσω από τις κριτικές που έχουν γίνει χρησιμοποιώντας μια απλή και καθαρή μετάθεση ιστορικών μητρών.
Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι ο Ανταμ Σμιθ· ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι η εμπορευματική κοινωνία- ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι το Γκουλάγκ στην παραπλανητική κλίμακα του καπιταλισμού.
Για τον νεοφιλελευθερισμό το πρόβλημα δεν ήταν καθόλου να μάθουμε, όπως στον φιλελευθερισμό τύπου Ανταμ Σμιθ του 18ου αιώνα, πώς εντός μιας ήδη δεδομένης πολιτικής κοινωνίας θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε, να διευθετήσουμε έναν ελεύθερο χώρο, τον χώρο της αγοράς. Το πρόβλημα του νεοφιλελευθερισμού είναι, αντίθετα, να μάθουμε πώς μπορεί να ρυθμιστεί η σφαιρική άσκηση της πολιτικής εξουσίας βάσει των αρχών μιας οικονομίας της αγοράς. Δεν πρόκειται μόνο για την απελευθέρωση ενός άδειου χώρου αλλά για την παραπομπή, την αναγωγή, την προβολή των τυπικών αρχών μιας οικονομίας της αγοράς σε μια γενική τέχνη διακυβέρνησης.
Νομίζω ότι αυτό είναι το διακύβευμα και για να κατορθώσουν να κάνουν αυτό το εγχείρημα, δηλαδή να μάθουν μέχρι πού και σε ποιον βαθμό οι τυπικές αρχές μιας οικονομίας της αγοράς μπορούσαν να συναρτηθούν με μια γενική τέχνη διακυβέρνησης, οι νεοφιλελεύθεροι είχαν αναγκαστεί να υποβάλουν τον κλασικό φιλελευθερισμό σε κάποιους μετασχηματισμούς.
Ο πρώτος από τους μετασχηματισμούς αυτούς ουσιαστικά ήταν η αποσύνδεση της οικονομίας της αγοράς, της οικονομικής αρχής της αγοράς από την πολιτική αρχή του αφήστε-να-δράσουν. Η αρχή είχε τεθεί από τη στιγμή που οι νεοφιλελεύθεροι είχαν παρουσιάσει μια θεωρία του αμιγούς ανταγωνισμού. Κάτι που έκανε αυτόν τον ανταγωνισμό να μοιάζει όχι με ένα εντελώς πρωτογενές και φυσικό δεδομένο- κάτι που ενυπήρχε κατά κάποιον τρόπο στην ίδια την αρχή- στα θεμέλια της κοινωνίας και από μόνο του αρκούσε να βγει στην επιφάνεια και να το ανακαλύψεις ξανά.
Ο ανταγωνισμός, ήταν μια δομή με τυπικές ιδιότητες που μπορούσαν να εξασφαλίσουν την οικονομική ρύθμιση μέσω του μηχανισμού των τιμών.
Συνεπώς, αν ο ανταγωνισμός ήταν αυτή η τυπική δομή, αυστηρή στην εσωτερική της δομή αλλά συγχρόνως ευάλωτη στην ιστορική και πραγματική της ύπαρξη,το πρόβλημα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ήταν να διευθετήσει στην πράξη τον συγκεκριμένο και πραγματικό χώρο στον οποίο μπορούσε να λειτουργήσει η τυπική δομή του ανταγωνισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα τεθεί υπό τον αστερισμό του αφήστε-να-δράσουν αλλά αντίθετα, υπό τον αστερισμό μιας μόνιμης επαγρύπνησης, δραστηριότητας και παρέμβασης.
Χονδρικά, το πρόβλημα του φιλελευθερισμού του 18ου, των αρχών του 19ου αιώνα ήταν να κάνει την κατανομή ανάμεσα στις δράσεις που έπρεπε να αναλάβει κανείς και τις δράσεις που δεν έπρεπε να αναλάβει, ανάμεσα στους χώρους όπου μπορούσε να παρέμβει και στους χώρους όπου δεν μπορούσε να παρέμβει Ήταν η κατανομή των agenda/non agenda.
Θέση αφελής για τους νεοφιλελεύθερους.Το πρόβλημα δεν είναι αν υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν μπορούμε να παρέμβουμε και άλλα που έχουμε το δικαίωμα. Το πρόβλημα είναι να μάθουμε το τρόπο παρέμβασης,είναι το πρόβλημα του ύφους διακυβέρνησης.
Για να εντοπίσω λίγο πώς οι νεοφιλελεύθεροι ορίζουν το ύφος της διακυβέρνησης, θα κάνω τρία παραδείγματα. Είναι πράγματα που τα ξέρετε, εφόσον είμαστε βυθισμένοι σ’ αυτά. Σχηματικά:
πρώτο το ζήτημα του μονοπωλίου·
δεύτερο το πρόβλημα που οι νεοφιλελεύθεροι αποκαλούν ενδεδειγμένη οικονομική δράση·
τρίτο το πρόβλημα της κοινωνικής πολιτικής.
Το πρόβλημα των μονοπωλίων
Ας πούμε ότι σε μια από τις κλασικές αντιλήψεις της οικονομίας το μονοπώλιο θεωρείται μια ημι-φυσική, η μι-αναγκαία συνέπεια του ανταγωνισμού στον καπιταλισμό. Δηλαδή δεν μπορούμε να αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός χωρίς να εμφανίζονται ταυτόχρονα μονοπωλιακά φαινόμενα, που έχουν ως αποτέλεσμα να περιορίζουν, να αποδυναμώνουν, ακόμη και να καταργούν τελικά τον ανταγωνισμό. Στην ιστορικο-οικονομική λογική του καπιταλισμού, θα υπήρχε η αυτοκατάργησή του και βέβαια κάθε φιλελεύθερος που θέλει να διασφαλίσει τη λειτουργία του ελεύθερου ανταγωνισμού οφείλει να παρέμβει στους οικονομικούς μηχανισμούς που διευκολύνουν, φέρουν εντός τους και καθορίζουν τα μονοπώλια.Δηλαδή αν θέλουμε να σώσουμε τον ανταγωνισμό από τα ίδια τα αποτελέσματά του, πρέπει κάποιες φορές να παρεμβαίνουμε στους οικονομικούς μηχανισμούς. Εδώ είναι το παράδοξο του μονοπωλίου για μια φιλελεύθερη οικονομία.
Φυσικά η θέση των νεοφιλελεύθερων είναι εντελώς διαφορετική και το πρόβλημά τους θα είναι να αποδείξουν ότι όντως η μονοπωλιακή τάση δεν μετέχει της οικονομικής και ιστορικής λογικής του ανταγωνισμού.Ο Ρέπκε στο Gesellschaftskrisis λέει ότι το μονοπώλιο είναι «ένα ξένο σώμα στην οικονομική διαδικασία» και ότι δεν σχηματίζεται αυθόρμητα.Για ενίσχυση αυτής της θέσης, οι νεοφιλελεύθεροι καταθέτουν τα παρακάτω επιχειρήματα:
Επιχειρήματα ιστορικού τύπου: Το μονοπώλιο, δεν είναι καν φαινόμενο ή κατά κάποιο τρόπο τελευταίο στην ιστορία της φιλελεύθερης οικονομίας, ένα αρχαϊκό φαινόμενο βασίζεται στην παρέμβαση των δημόσιων εξουσιών στην οικονομία. Δηλαδή αν υπάρχει μονοπώλιο, είναι επειδή η δημόσια εξουσία παραχώρησε στις συντεχνίες και στα εργαστήρια προνόμια. Τα Κράτη ή οι ηγεμόνες παραχώρησαν στα άτομα ή στις οικογένειες μονοπώλια με αντάλλαγμα ορισμένες οικονομικές υπηρεσίες υπό τη μορφή πλάγιας ή συγκαλυμμένης φορολόγησης.
Αυτό ήταν, για παράδειγμα, το μονοπώλιο των Φούγκερ που δόθηκε από τον Μαξιμιλιανό Α’ σε αντάλλαγμα οικονομικών υπηρεσιών. Με λίγα λόγια, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα η ανάπτυξη ενός φορολογικού συστήματος που ήταν προϋπόθεση για την αύξηση της κεντρικής εξουσίας επέφερε τη δημιουργία μονοπωλίων. Το μονοπώλιο, φαινόμενο αρχαϊκό και φαινόμενο παρέμβασης.
Επιχειρήματα θεσμικού τύπου: Νομική ανάλυση των συνθηκών λειτουργίας του δικαίου που επέτρεψαν ή διευκόλυναν το μονοπώλιο. Κατά πόσο άραγε οι πρακτικές κληρονομιάς, η ύπαρξη δικαίου των μετοχικών εταιρειών, το πρόβλημα των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας κτλ. μπόρεσαν, εξαιτίας μιας νομικής λειτουργίας και καθόλου για οικονομικούς λόγους, να γεννήσουν φαινόμενα μονοπωλίου;
Κι εδώ οι νεοφιλελεύθεροι έθεσαν μια ολόκληρη σειρά προβλημάτων, περισσότερο ιστορικών και θεσμικών παρά οικονομικών,τα οποία όμως άνοιξαν το δρόμο σε μια σειρά άκρως ενδιαφερουσών ερευνών σχετικά με το πολιτικο-θεσμικό πλαίσιο ανάπτυξης του καπιταλισμού, ενώ οι Αμερικανοί νεοφιλελεύθεροι θα επωφεληθούν απ’ αυτό.
Επιχείρημα είναι και οι πολιτικές αναλύσεις για τον δεσμό μεταξύ της ύπαρξης μιας εθνικής οικονομίας, του τελωνειακού προστατευτισμού και του μονοπωλίου.Ο φον Μίζες, για παράδειγμα, κάνει μια σειρά σχετικών αναλύσεων. Καταδεικνύει ότι ενισχύεται του μονοπωλιακό φαινόμενο από τις εθνικές αγορές, οι οποίες μειώνοντας τις οικονομικές ενότητες σε σχετικά μικρά μεγέθη επιτρέπουν την ύπαρξη, στο εσωτερικό τους, των φαινομένων του μονοπωλίου, που δεν θα υπήρχαν σε μια παγκόσμια οικονομία. Δείχνει, θετικότερα, αμεσότερα πώς ο προστατευτισμός, που ουσιαστικά έχει αποφασιστεί από ένα Κράτος, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικός παρά μόνο στον βαθμό που δημιουργούνται καρτέλ ή μονοπώλια, τα οποία είναι ικανά να ελέγχουν την παραγωγή, την πώληση στο εξωτερικό, το επίπεδο των τιμών κτλ. Τέτοια ήταν, χονδρικά, η βισμαρκική πολιτική.
Επιχειρήματα οικονομικά: είναι αλήθεια αυτό που υποστηρίζει η κλασική ανάλυση, όταν επισημαίνει ότι στον καπιταλισμό η αναγκαία αύξηση του πάγιου κεφαλαίου αναντίρρητα βοηθά την τάση συγκέντρωσης και το μονοπώλιο. Όμως αυτή η τάση συγκέντρωσης δεν καταλήγει αναγκαστικά και μοιραία στο μονοπώλιο. Υπάρχει ένα σημείο συγκέντρωσης γύρω από το οποίο το καπιταλιστικό καθεστώς τείνει να ισορροπήσει, αλλά μεταξύ αυτού του βέλτιστου σημείου συγκέντρωσης και του μέγιστου που εκπροσωπείται από το μονοπωλιακό γεγονός υπάρχει ένα κατώφλι που δεν μπορεί να το διαβεί κανείς αυθόρμητα με το άμεσο παιχνίδι του ανταγωνισμού, με το άμεσο παιχνίδι των οικονομικών διαδικασιών. Χρειάζεται αυτό που ο Ρύστοβ αποκαλεί «αρπακτικό νεοφεουδαρχισμό» που δέχεται «τη στήριξη του Κράτους, των νόμων, των δικαστηρίων, της κοινής γνώμης». Επίσης λέει ο Ρέπκε ένα μονοπωλιακό φαινόμενο αν υπάρχει δεν είναι σταθερό. Δηλαδή μεσοπρόθεσμα ή βραχυπρόθεσμα στην οικονομική διαδικασία παράγονται πάντα, τροποποιήσεις των παραγωγικών δυνάμεων ή τεχνικές τροποποιήσεις ή μεγάλες αυξήσεις παραγωγικότητας ή ακόμα νέες αγορές. Και συγλίνουν στο γεγονός ότι η εξέλιξη προς το μονοπώλιο δεν είναι παρά μια μεταβλητή που λειτουργεί σε ορισμένο χρόνο, μεταξύ άλλων μεταβλητών, οι οποίες σε άλλες στιγμές θα είναι κυρίαρχες. Συνολικά, η δυναμική της οικονομίας του ανταγωνισμού ενέχει μια σειρά μεταβλητών στην οποία η τάση για συγκέντρωση καταπολεμάται πάντα από άλλες τάσεις.
Τελικά -πάντα με βάση την επιχειρηματολογία του φον Μίζες- τι σημαντικό υπάρχει κατά βάθος ή τι ενοχλητικό υπάρχει στο μονοπωλιακό φαινόμενο όσον αφορά το παιχνίδι της οικονομίας; Είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει παρά μόνο ένας παραγωγός; Καθόλου. Είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει παρά μόνο μια επιχείρηση που έχει δικαίωμα πώλησης; Καθόλου. Το γεγονός που κάνει το μονοπώλιο να έχει ίσως ένα ενοχλητικό αποτέλεσμα εξαρτάται από τον βαθμό που αυτό επενεργεί στις τιμές, δηλαδή από τον βαθμό που επενεργεί στον ρυθμιστικό μηχανισμό της οικονομίας. Η τιμή του μονοπωλίου είναι μια τιμή που μπορεί να αυξηθεί χωρίς να μειωθούν ούτε οι πωλήσεις ούτε τα κέρδη, τα ίδια τα μονοπώλια δεν την εφαρμόζουν και δεν μπορούν να την εφαρμόσουν, εφόσον αν εφαρμόσουν την τιμή του μονοπωλίου αυτόματα πάντα εκτίθενται στην εμφάνιση ενός ανταγωνιστικού φαινομένου που θα επωφεληθεί από την ύπαρξη αυτών των καταχρηστικών τιμών του μονοπωλίου, για να το καταπολεμήσει. Κατά συνέπεια, αν ένα μονοπώλιο θέλει να διατηρήσει την μονοπωλιακή του εξουσία, πρέπει να εφαρμόσει όχι την τιμή του μονοπωλίου αλλά μια τιμή ταυτόσημη ή, εν πάση περιπτώσει, παραπλήσια με την τιμή του ανταγωνισμού, σαν να υπήρχε ανταγωνισμός. Έτσι δεν απορυθμίζει την αγορά και τον μηχανισμό των τιμών οπότε το μονοπώλιο χάνει τη σημασία του.
Έτσι οι νεοφιλελεύθεροι έχουν απελευθερωθεί από το πρόβλημα του μειονεκτήματος του μονοπωλίου. Λένε: βλέπετε ότι δεν πρέπει να παρεμβαίνει κανείς άμεσα στην οικονομική διαδικασία, εφόσον η οικονομική διαδικασία -που περιέχει, αν την αφήσουμε να δράσει πλήρως τη ρυθμιστική δομή του ανταγωνισμού- δεν θα απορρυθμιστεί ποτέ. Το κύριο χαρακτηριστικό του ανταγωνισμού είναι η τυπική αυστηρότητα της διαδικασίας του. Αλλά αυτό που εγγυάται ότι αυτή η διαδικασία δεν θα απορρυθμιστεί, είναι ότι αν την αφήσουμε να λειτουργήσει, δεν θα υπάρξει τίποτε προερχόμενο από τον ανταγωνισμό, το οποίο εκ φύσεως να αλλάξει της πορείας αυτής της οικονομικής διαδικασίας. Συνεπώς, σ’ αυτό το επίπεδο η μη παρέμβαση είναι αναγκαία, υπό την επιφύλαξη ότι πρέπει βέβαια, να εδραιώσουμε ένα θεσμικό πλαίσιο που θα εμποδίσει τους ανθρώπους -είτε τις ιδιωτικές εξουσίες είτε τις δημόσιες- να παρεμβαίνουν, για να δημιουργήσουν μονοπώλιο. Έτσι στη γερμανική νομοθεσία υπάρχει ένα τεράστιο αντιμονοπωλιακό θεσμικό πλαίσιο, που δεν έχει όμως καθόλου ως λειτουργία να παρεμβαίνει στο οικονομικό πεδίο, προκειμένου να εμποδίσει την ίδια την οικονομία να παράγει μονοπώλια. Υπάρχει για να εμποδίσει τις εξωτερικές διαδικασίες να παρεμβαίνουν και να δημιουργούν μονοπωλιακά φαινόμενα.
Το ζήτημα των ενδεδειγμένων οικονομικών δράσεων
Τη θεωρία και τον προγραμματισμό των ενδεδειγμένων δράσεων, βασικά, τα βρίσκουμε σε ένα κείμενο που υπήρξε, ένας από τους μεγαλύτερους καταστατικούς χάρτες της σύγχρονης γερμανικής πολιτικής. Είναι ένα μεταθανάτιο έργο του Όικεν, δημοσιευμένο το 1951 ή το 1952, το Grundsätze der Wirtschaftspolitik (Τα θεμέλια της οικονομικής πολιτικής), κατά κάποιο τρόπο η πρακτική εκδοχή του Grundlagen der Nationalökonomie, που δημοσιεύτηκε μια δεκαετία νωρίτερα και ήταν η καθαρά θεωρητική εκδοχή. Σε τούτες τις Θεμελιώδεις αρχές της οικονομικής πολιτικής ο Όικεν μας λέει ότι η φιλελεύθερη διακυβέρνηση, που οφείλει βέβαια να επαγρυπνεί και να παρεμβαίνει με δύο τρόπους: πρώτον, με ρυθμιστικές δράσεις· δεύτερον, με καταστατικές δράσεις.
Ρυθμιστικές δράσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Όικεν είναι γιος ενός νεοκαντιανού που στις αρχές του 20ού αιώνα και πήρε γι’ αυτό το βραβείο Νόμπελ. Ως καλός καντιανός, ο Όικεν λέει: πώς πρέπει να παρεμβαίνει η κυβέρνηση; Υπό τη μορφή ρυθμιστικών δράσεων, δηλαδή πρέπει να παρεμβαίνει αποτελεσματικά στις οικονομικές διαδικασίες, όταν για λόγους συγκυρίας επιβάλλεται.Λέει: «Η οικονομική διαδικασία οδηγεί πάντα σε κάποιες τριβές παροδικού χαρακτήρα, σε τροποποιήσεις που ενέχουν τον κίνδυνο να οδηγήσουν σε εξαιρετικές καταστάσεις με δυσκολίες προσαρμογής και με λίγο-πολύ σοβαρούς αντίκτυπους στις ομάδες». Χρειάζεται, λοιπόν, παρέμβαση όχι στους μηχανισμούς της οικονομίας της αγοράς αλλά στις συνθήκες της αγοράς. Παρέμβαση στις συνθήκες της αγοράς σημαίνει,σύμφωνα με την αυστηρότητα της καντιανής ιδέας της ρύθμισης, ότι εντοπίζουμε, δεχόμαστε και αφήνουμε να λειτουργήσουν, αλλά για να τις ευνοήσουμε και για να τις ωθήσουμε, στα όρια και στην πληρότητα της πραγματικότητάς τους, παρεμβαίνουμε μέσω μιας αποφασιστικής και μεγάλης μείωσης των τιμών είτε μέσω βελτίωσης της παραγωγής, στις τρεις τάσεις που είναι χαρακτηριστικές και θεμελιώδεις στην αγορά αυτή, δηλαδή την τάση για μείωση στα κόστη, την τάση για μείωση του κέρδους της επιχείρησης και, τελικά, την στιγμιαία τάση για αύξηση του κέρδους.Αυτό σημαίνει, με ξεκάθαρους όρους, ότι, πρώτα, μια ρυθμιστική δράση θα έχει αναγκαστικά ως κύριο αντικείμενο τη σταθερότητα των τιμών, εννοούμενη όχι ως καθήλωση αλλά ως έλεγχο του πληθωρισμού.Έτσι όλοι οι άλλοι στόχοι, πέραν της σταθερότητας των τιμών, δεν μπορούν να έρθουν παρά σε δεύτερη μοίρα και να είναι επιπρόσθετοι. Σε καμία περίπτωση, δεν μπορούν να συγκροτήσουν στόχο προτεραιότητας, η διατήρηση της αγοραστικής δύναμης, η διατήρηση της πλήρους απασχόλησης και η ισορροπία του ισοζυγίου πληρωμών.
Τι σημαίνει αυτό για την επιλογή οργάνων; Σημαίνει ότι θα χρησιμοποιήσουμε κατ’ αρχάς την πολιτική της πίστωσης, δηλαδή καθιέρωση προεξοφλητικών τόκων. Θα χρησιμοποιηθεί το εξωτερικό εμπόριο μέσω της μείωσης του πιστωτικού υπολοίπου, αν θέλουμε να αναχαιτιστεί η άνοδος των τιμών του εξωτερικού εμπορίου. Θα δράσουμε, επίσης, μειώνοντας ήπια τη φορολογία, αν θέλουμε να έχουμε αποτελέσματα επί της αποταμίευσης ή επί των επενδύσεων. Αλλά ποτέ δεν θα επιλεγεί καθήλωση των τιμών ή, ακόμη, υποστήριξη ενός τομέα της αγοράς ή, ακόμη, συστηματική δημιουργία θέσεων εργασίας ή, ακόμη, δημόσιες επενδύσεις. Όλες αυτές οι μορφές παρέμβασης οφείλουν να καταργηθούν αυστηρά προς όφελος των οργάνων της καθαρής αγοράς.
Ιδιαίτερα, είναι απολύτως ξεκάθαρη η νεοφιλελεύθερη πολιτική σε σχέση με την ανεργία. Σε μια κατάσταση ανεργίας δεν πρέπει καθόλου, όποια κι αν είναι τα ποσοστά ανεργίας, να παρεμβαίνει κανείς άμεσα ή κυρίως στην ανεργία, λες και η πλήρης απασχόληση θα έπρεπε να είναι ένα πολιτικό ιδανικό και μια οικονομική αρχή που πρέπει να διασωθεί σε κάθε περίσταση. Αυτό που πρέπει να διασωθεί, και πρέπει να διασωθεί κατ’ αρχάς και πρωτίστως, είναι η σταθερότητα των τιμών. Στη συνέχεια, η σταθερότητα των τιμών θα επιτρέψει, αναμφίβολα, τη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης και την ύπαρξη ενός επιπέδου απασχόλησης υψηλότερου απ’ ό,τι σε κρίση ανεργίας. Αλλά η πλήρης απασχόληση δεν είναι στόχος, ενώ πρέπει να δεχτούμε ότι ένα περιθώριο ανεργίας είναι απολύτως απαραίτητο για την οικονομία. Όπως το λέει, νομίζω, ο Ρέπκε, τι είναι ένας άνεργος; Δεν είναι ένας οικονομικά μειονεκτικός. Ο άνεργος δεν είναι ένα κοινωνικό θύμα. Τι είναι ο άνεργος; Είναι ένας εργαζόμενος σε μεταβατική κατάσταση. Είναι ένας εργαζόμενος σε μετάβαση μεταξύ μιας μη αποδοτικής δραστηριότητας και μιας δραστηριότητας περισσότερο αποδοτικής.
Περισσότερο ενδιαφέρουσες, επειδή μας φέρνουν πλησιέστερα στο κυρίως αντικείμενο, είναι οι καταστατικές δράσεις.
Τι είναι οι καταστατικές δράσεις;Είναι οι δράσεις που έχουν ως λειτουργία να παρεμβαίνουν στις συνθήκες της αγοράς, αλλά σε συνθήκες πιο θεμελιώδεις, πιο δομικές, πιο γενικές. Στην ουσία, δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ την αρχή ότι η αγορά είναι ένας γενικός οικονομικός και κοινωνικός ρυθμιστής, χωρίς όμως να σημαίνει ότι είναι ένα φυσικό δεδομένο που πρέπει να ξαναβρούμε στην ίδια τη βάση της κοινωνίας. Αντίθετα, συγκροτεί, στην κορυφή ένα είδος λεπτού μηχανισμού που είναι πολύ αξιόπιστος, αλλά υπό τον όρο ότι λειτουργεί καλά και ότι τίποτε δεν τον διαταράσσει. Συνεπώς, η κύρια και μόνιμη έγνοια της διακυβερνησιακής παρέμβασης, εκτός από εκείνες τις στιγμές της συγκυρίας για τις οποίες μόλις σας μίλησα, πρέπει να είναι οι συνθήκες ύπαρξης της αγοράς, δηλαδή αυτό που οι ορντοφιλελεύθεροι αποκαλούν «πλαίσιο».
Τι είναι πολιτική πλαισίου; Φαίνεται ξεκάθαρα σε ένα κείμενο του Όικεν από τα Grundsätze του, ένα κείμενο του 1952 όπου ξαναπιάνει το πρόβλημα της της γερμανικής γεωργίας, αλλά ισχυρίζεται ότι αυτό ισχύει και για τις περισσότερες ευρωπαϊκές γεωργίες. Σ’ αυτό οι γεωργίες δεν έχουν ποτέ ενσωματωθεί φυσιολογικά, ολοκληρωτικά, εξαντλητικά στην οικονομία της αγοράς εξαιτίας της τελωνειακής προστασίας, η οποία σε όλη την Ευρώπη περιόρισε, απέκοψε τις ευρωπαϊκές αγροτικές περιοχές μεταξύ τους· τελωνειακή προστασία που είχε γίνει απαραίτητη εξαιτίας των τεχνικών διαφορών και γενικότερα εξαιτίας της τεχνικής ανεπάρκειας της καθεμιάς από τις γεωργίες. Διαφορές και ανεπάρκειες που σχετίζονταν όλες με την ύπαρξη ενός υπερπληθυσμού ο οποίος καθιστούσε άχρηστη, και για να πούμε την αλήθεια μη επιθυμητή,την παρέμβαση, την εισαγωγή αυτών των τεχνικών εξελίξεων. Αν θέλουμε,επομένως, να κάνουμε την ευρωπαϊκή γεωργία να λειτουργήσει σε μια οικονομία της αγοράς, τι πρέπει να κάνουμε; Πρέπει να δράσουμε επί των δεδομένων, που δεν είναι άμεσα οικονομικά δεδομένα αλλά είναι προαπαιτούμενα για μια ενδεχόμενη οικονομία της αγοράς. Επί ποιου πράγματος πρέπει να δράσουμε, λοιπόν; Όχι επί των τιμών, στηρίζοντας αυτόν τον ανεπαρκώς αποδοτικό τομέα -όλα αυτά είναι κακές παρεμβάσεις. Που θα δράσουν οι καλές παρεμβάσεις; Θα δράσουν επί του πλαισίου. Δηλαδή, πρώτα, επί του πληθυσμού. Ο αγροτικός πληθυσμός είναι υπερβολικά πολυάριθμος, πρέπει λοιπόν να τον μειώσουμε μέσω παρεμβάσεων που θα επιτρέψουν μετατοπίσεις πληθυσμών, οι οποίες θα επιτρέψουν τη μετανάστευση κτλ. Πρέπει να παρέμβουμε, επίσης, στο επίπεδο των τεχνικών, παρέχοντας στους ανθρώπους κάποια εργαλεία, τελειοποιώντας τεχνικά κάποια πράγματα σχετικά με τη λίπανση κτλ.- να παρέμβουμε, επίσης, στην τεχνική με την εκπαίδευση των αγροτών και τη διδασκαλία που θα τους παράσχουμε, η οποία θα τους επιτρέψει να τροποποιήσουν τις τεχνικές. Να αλλάξουμε το νομικό καθεστώς των εκμεταλλεύσεων, ειδικά τους νόμους περί κληρονομιάς, τους νόμους περί εκμισθώσεως και ενοικιάσεως αγροτικών ακινήτων,να βρούμε τα μέσα για να ευνοήσουμε την παρέμβαση της νομοθεσίας, των δομών, την ίδρυση μετοχικών εταιρειών στον αγροτικό χώρο κτλ.Να τροποποιήσουμε, στο μέτρο του δυνατού, τη διανομή των γαιών και την έκταση, τη φύση και την εκμετάλλευση των διαθέσιμων γαιών. Τελικά, και οριακά, πρέπει να γίνει εφικτό να παρέμβουμε στο κλίμα. Πληθυσμός, τεχνικές, μαθητεία και εκπαίδευση, νομικό καθεστώς, διαθεσιμότητα των γαιών, κλίμα: όλα αυτά είναι στοιχεία που βλέπετε ότι δεν είναι άμεσα οικονομικά, ότι δεν αφορούν τους ίδιους τους μηχανισμούς της αγοράς, αλλά είναι, για τον Όικεν, οι συνθήκες υπό τις οποίες θα μπορέσει να λειτουργήσει η γεωργία ως μία αγορά, η γεωργία μέσα στην αγορά. Η ιδέα δεν είναι: δεδομένης της κατάστασης των πραγμάτων, πώς θα βρούμε το οικονομικό σύστημα που θα μπορέσει να λάβει υπόψη τα βασικά δεδομένα που χαρακτηρίζουν την ευρωπαϊκή γεωργία; Αλλά: δεδομένου ότι η διαδικασία οικονομικο-πολιτικής ρύθμισης δεν μπορεί παρά να είναι παρά η αγορά, πώς να τροποποιήσουμε αυτές τις υλικές, πολιτιστικές, τεχνικές, νομικές βάσεις που υφίστανται στην Ευρώπη; Πώς να τροποποιήσουμε αυτά τα δεδομένα,πώς να τροποποιήσουμε αυτό το πλαίσιο, ώστε να παρέμβει η οικονομία της αγοράς; Και βλέπετε εδώ ότι όσο η διακυβερνησιακή παρέμβαση οφείλει να είναι διακριτική στο επίπεδο των ίδιων των οικονομικών διαδικασιών, τόσο, αντίθετα, πρέπει να είναι σαρωτική, από τη στιγμή που αφορά το σύνολο των τεχνικών, επιστημονικών,νομικών, δημογραφικών, ας πούμε χονδρικά, κοινωνικών δεδομένων, που γίνονται τώρα όλο και περισσότερο το αντικείμενο της διακυβερνησιακής παρέμβασης. Βλέπετε, ότι αυτό το κείμενο του 1952 προγραμματίζει, εντελώς χοντροκομμένα, ό,τι θα καταστεί η κοινή αγροτική Αγορά της επόμενης δεκαετίας. Το σχέδιο Μάνσχολτ βρίσκεται εν μέρει στον Όικεν του 1952. Αυτά για τις ενδεδειγμένες δράσεις, τις συγκυριακές δράσεις και τις καταστατικές δράσεις στο επίπεδο του πλαισίου. Είναι ό,τι αποκαλούν οργάνωση μιας τάξης της αγοράς, μιας τάξης ανταγωνισμού. Και η ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική είναι, βέβαια, αυτό: πώς να ανασυγκροτήσουμε μια τάξη ανταγωνισμού που θα γίνει ρυθμιστής της οικονομίας;
Η κοινωνική πολιτική
Τι είναι μια κοινωνική πολιτική σε μια οικονομία ευημερίας -αυτή που είχε προγραμματίσει ο Πιγκού και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, επανέλαβαν οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι, το New Deal, και το σχέδιο Μπέβεριτζ, και τα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά σχέδια; Μια κοινωνική πολιτική είναι, χονδρικά, μια πολιτική που θέτει ως στόχο μια σχετική εξίσωση ως προς την πρόσβαση του καθενός στα καταναλώσιμα αγαθά.
Πώς γίνεται αντιληπτή;
Αρχικά, σαν αντιστάθμισμα σε άγριες οικονομικές διαδικασίες, για τις οποίες δεχόμαστε ότι θα προκαλέσουν ανισότητες και γενικά καταστρεπτικά φαινόμενα στην κοινωνία. Επομένως έχουμε μια αντιστικτική φύση της πολιτικής σε σχέση με τις οικονομικές διαδικασίες. Επίσης πάντα σε μια οικονομία ευημερίας,ποιο αντιλαμβανόμαστε ότι πρέπει να είναι το μείζον όργανο της κοινωνικής πολιτικής; Μια κοινωνικοποίηση κάποιων στοιχείων κατανάλωσης: εμφάνιση μιας μορφής αυτού που ονομάζουμε κοινωνικοποιημένη κατανάλωση ή συλλογική κατανάλωση: ιατρική κατανάλωση, πολιτιστική κατανάλωση κτλ. Μια μεταβίβαση εισοδηματικών στοιχείων υπό μορφή οικογενειακών επιδομάτων. Τέλος σε μια οικονομία ευημερίας μια κοινωνική πολιτική είναι αυτή που δέχεται ότι όσο ισχυρή είναι μια ανάπτυξη, τόσο η κοινωνική πολιτική πρέπει να είναι, σαν ανταπόδοση και αντιστάθμισμα, ενεργός, έντονη και γενναιόδωρη.
Αυτές τις τρεις αρχές ο ορντοφιλελευθερισμός τις αμφισβήτησε από πολύ νωρίς.
Κατ’ αρχάς,λένε οι ορντοφιλελεύθεροι, μια κοινωνική πολιτική, αν θέλει πράγματι να ενσωματωθεί σε μια οικονομική πολιτική και αν δεν θέλει να είναι καταστρεπτική σε σχέση με αυτήν την οικονομική πολιτική, δεν πρέπει να της χρησιμεύει ως αντίβαρο και δεν πρέπει να ορίζεται ως αυτό που θα αντισταθμίσει τα αποτελέσματα των οικονομικών διαδικασιών. Ιδιαίτερα η εξίσωση, η ισότητα πρόσβασης του καθενός στα καταναλωτικά αγαθά δεν μπορεί, επ’ ουδενί, να αποτελέσει στόχο. Δεν μπορεί να αποτελέσει έναν στόχο μέσα σε ένα σύστημα όπου ακριβώς η οικονομική ρύθμιση, δηλαδή ο μηχανισμός των τιμών, δεν επιτυγχάνεται καθόλου με φαινόμενα εξίσωσης αλλά με ένα παιχνίδι διαφοροποιήσεων που χαρακτηρίζει κάθε μηχανισμό ανταγωνισμού και εδραιώνεται μέσω των διακυμάνσεων, οι οποίες έχουν τη λειτουργία τους, και τα ρυθμιστικά τους αποτελέσματα, μόνο υπό τον όρο ότι τις αφήνει κανείς να δράσουν, και μάλιστα τις αφήνει να δράσουν μέσω των διαφορών. Χονδρικά, πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν και άλλοι που δεν δουλεύουν, ή να υπάρχουν μεγάλοι μισθοί και να υπάρχουν μικροί μισθοί, επίσης πρέπει οι τιμές να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, ώστε να γίνονται οι ρυθμίσεις. Συνεπώς, μια κοινωνική πολιτική που θα είχε ως πρώτιστο αντικείμενο τη σχετική εξίσωση δεν μπορεί παρά να είναι αντιοικονομική. Μια κοινωνική πολιτική δεν μπορεί να ορίζει την ισότητα ως στόχο της. Πρέπει, αντίθετα, να αφήνει την ανισότητα να λειτουργήσει, και όπως έλεγε, νομίζω ο Ρέπκε : οι άνθρωποι παραπονιούνται για την ανισότητα, τι σημαίνει όμως αυτό; «Η ανισότητα, λέει, είναι η ίδια για όλους». Διατύπωση που μπορεί να φαίνεται αινιγματική, αλλά κατανοείται αν σκεφτούμε ότι για τους ορντοφιλελεύθερους το οικονομικό παιχνίδι, με τα φαινόμενα ανισότητας που ενέχει, είναι ένα είδος γενικής ρύθμισης της κοινωνίας, στο οποίο ο καθένας προσχωρεί και ενώπιον του οποίου πρέπει να υποχωρήσει. Όχι, λοιπόν, εξίσωση και ακριβέστερα, όχι μεταβίβαση εισοδημάτων . Ειδικότερα, μια μεταβίβαση εισοδημάτων είναι επικίνδυνη, όταν αντλείται από το μέρος των εισοδημάτων που παράγει αποταμίευση και επενδύσεις. Και όταν την αφαιρείς σημαίνει ότι στερείς από τις επενδύσεις ένα μέρος των εισοδημάτων και το διοχετεύεις στην κατανάλωση. Το μόνο πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να αφαιρέσεις από τα υψηλότερα εισοδήματα ένα μέρος που, ούτως ή άλλως, θα αφιερωνόταν στην κατανάλωση , στην υπερκατανάλωση, και αυτό το κομμάτι να το μεταβιβάσεις σ’ αυτούς που, είτε για λόγους μειονεξίας είτε για λόγους δυσχερειών, βρίσκονται σε μια κατάσταση υπο-κατανάλωσης. Σε γενικές γραμμές, δεν διασφαλίζεται η διατήρηση μιας αγοραστικής δύναμης, αλλά ενός ελάχιστου γι’ αυτούς που, οριστικά ή παροδικά, δεν μπορούν να διασφαλίσουν την ίδια τους την ύπαρξη. Έχουμε την οριακή μεταβίβαση ενός μεγίστου προς ένα ελάχιστο. Δεν έχουμε καθόλου σταθεροποίηση, εξομάλυνση γύρω από έναν μέσο όρο.
Το όργανο αυτής της δήθεν κοινωνικής πολιτικής, δεν θα είναι η κοινωνικοποίηση της κατανάλωσης και των εισοδημάτων. Αντίθετα, θα είναι απλώς μια ιδιωτικοποίηση.Δηλαδή δεν θα ζητηθεί από ολόκληρη την κοινωνία να διασφαλίσει,να εγγυηθεί για τα άτομα απέναντι στους κινδύνους, είτε είναι ατομικοί κίνδυνοι, τύπου ασθένειας ή ατυχήματος, είτε συλλογικοί κίνδυνοι, όπως, για παράδειγμα, καταστροφές. Απλώς θα ζητηθεί από την οικονομία,να εξασφαλίσει ένα αρκετά υψηλό επίπεδο εισοδήματος σε κάθε άτομο, ώστε αυτό να μπορεί, είτε ως άτομο είτε μέσα από τηυν την αλληλασφάλιση, να ασφαλιστεί απέναντι στους κινδύνους ή απέναντι στα γηρατειά και ο θάνατος, απο το δικό του ιδιωτικό απόθεμα. Δηλαδή η κοινωνική πολιτική θα πρέπει να είναι μια πολιτική που θα έχει ως όργανο όχι τη μεταβίβαση ενός μέρους των εισοδημάτων σε κάποιο άλλο, αλλά τη πιο διευρυμένη κεφαλαιοποίηση για όλες τις κοινωνικές τάξεις, που θα έχει ως όργανο την ατομική ασφάλιση και την αλληλασφάλιση και τελικά, την ατομική ιδιοκτησία. Είναι αυτό που οι Γερμανοί αποκαλούν «ατομική κοινωνική πολιτική», ως αντίθετο στη σοσιαλιστική κοινωνική πολιτική. Πρόκειται για μια ατομικοποίηση της κοινωνικής πολιτικής, αντί να έχουμε εκείνη τη συλλογικοποίηση και την κοινωνικοποίηση μέσω και εντός της κοινωνικής πολιτικής. Δεν διασφαλίζει στα άτομα κοινωνική κάλυψη των κινδύνων αλλά τους παραχωρεί ένα είδος οικονομικού χώρου εντός του οποίου μπορούν να αναλάβουν και να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους.
Πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μόνο μία κοινωνική πολιτική που είναι αληθινή και θεμελιώδης, δηλαδή η οικονομική ανάπτυξη. Η θεμελιώδης μορφή της κοινωνικής πολιτικής δεν μπορεί να είναι κάτι που θα μπορούσε να αντιβαίνει στην οικονομική πολιτική και να την αντισταθμίζει: η κοινωνική πολιτική δεν θα έπρεπε να είναι πιο γενναιόδωρη απ’ όσο το επιτρέπει η οικονομική ανάπτυξη. Είναι αυτό που ο Μύλλερ-Αρμακ, ο σύμβουλος του καγκελαρίου Έρχαρντ, αποκάλεσε γύρω στο 1952-53 «κοινωνική οικονομία της αγοράς», ενώ τον ίδιο τίτλο διάλεξε η γερμανική κοινωνική πολιτική. Όμως ότι για έναν σωρό από λόγους αυτό το δραστικό πρόγραμμα κοινωνικής πολιτικής που ορίστηκε από τους νεοφιλελεύθερους δεν εφαρμόστηκε, δεν μπορούσε, πράγματι, να εφαρμοστεί, ακριβώς στη Γερμανία. Η γερμανική κοινωνική πολιτική ήταν βεβαρημένη από ένα σωρό στοιχείων, άλλα εκ των οποίων κατάγονταν από τον σοσιαλισμό του βισμαρκικού Κράτους, άλλα από την κεϋνσιανή οικονομία, άλλα από τα σχέδια Μπέβεριτζ ή από τα σχέδια ασφάλισης που συνηθίζονται στην Ευρώπη, ώστε ως προς το συγκεκριμένο σημείο οι νεοφιλελεύθεροι, οι γερμανοί ορντοφιλελεύθεροι, να μην μπορέσουν να αναγνωρίσουν εντελώς τον εαυτό τους στη γερμανική πολιτική. Αλλά -και επιμένω σ’ αυτά τα δύο σημεία-, πρώτα, με βάση αυτό θα αναπτυχθεί ο αμερικανικός αναρχοκαπιταλισμός, και κατά δεύτερον, είναι σημαντικό να δούμε επίσης ότι παρά ταύτα, τουλάχιστον στις χώρες όπου συντάσσονται όλο και περισσότερο με τον νεοφιλελευθερισμό, η εν λόγω κοινωνική πολιτική τείνει ολοένα και περισσότερο να ευθυγραμμιστεί με τα παραπάνω. Αυτή είναι η τάση: ιδιωτικοποιημένη κοινωνική πολιτική.
Αναδείξαμε κάποια πράγματα που μου φαίνονται ότι σχηματίζουν, τον αυθεντικό σκελετό του νεοφιλελευθερισμού. Και υπογραμμίζω πρώτα το εξής: βλέπετε ότι η διακυβερνησιακή παρέμβαση του νεοφιλελεύθερισμού- δεν είναι λιγότερο πυκνή, λιγότερο συχνή, λιγότερο ενεργός, λιγότερο συνεχής απ’ όσο σε ένα άλλο σύστημα. Αυτό που έχει σημασία είναι να δούμε ποιο είναι σήμερα το σημείο εφαρμογής αυτών των διακυβερνησιακών παρεμβάσεων. Η διακυβέρνηση δεν οφείλει να παρεμβαίνει στα αποτελέσματα της αγοράς, δεν οφείλει να διορθώνει τα καταστρεπτικά αποτελέσματα της αγοράς επί της κοινωνία,δεν οφείλει να συγκροτεί, μια αντίστιξη ή ένα παραπέτασμα μεταξύ κοινωνίας και οικονομικών διαδικασιών. Οφείλει να παρεμβαίνει στην ίδια την κοινωνία, στον ιστό και στην πυκνότητά της. Κατά βάθος οφείλει τη συγκρότηση ενός γενικού ρυθμιστή της αγοράς επί της κοινωνίας- να παρεμβαίνει σ’ αυτήν την κοινωνία, ώστε οι μηχανισμοί ανταγωνισμού, ανά πάσα στιγμή και σε κάθε σημείο της κοινωνικής πυκνότητας να μπορούν να παίξουν ρόλο ρυθμιστή. Αυτό θα είναι, λοιπόν, μια διακυβέρνηση όχι οικονομική, όπως αυτή που ονειρεύονταν οι φυσιοκράτες, όπου, δηλαδή, η διακυβέρνηση οφείλει να αναγνωρίζει και να τηρεί μόνο τους οικονομικούς νόμους· δεν θα είναι μια διακυβέρνηση οικονομική, θα είναι μια διακυβέρνηση της κοινωνίας. Εξάλλου, στο συνέδριο Λίππμαν υπάρχει κάποιος, κάποιος από τους συμμετέχοντες, που το 1939 αναζητώντας πάντα αυτόν τον νέο ορισμό του φιλελευθερισμού έλεγε: δεν θα μπορούσαμε άραγε να τον ονομάσουμε «κοινωνιολογικό φιλελευθερισμό;»Εξάλλου, είναι ο Μύλλερ-Αρμακ που έδωσε στην πολιτική του’Ερχαρντ τον εύγλωττο όρο Gesellschaftspolitik. Είναι μια πολιτική της κοινωνίας. Όταν ο Σαμπάν, το 1969-70, θα προτείνει μια οικονομική και κοινωνική πολιτική, θα την παρουσιάσει ως ένα σχέδιο της κοινωνίας, δηλαδή την κοινωνία στόχο και σκοπό της διακυβερνησιακής πρακτικής. Και στο σημείο εκείνο έχουμε περάσει από ένα, ας πούμε, χονδρικά κεϋνσιανό σύστημα, , σε μια νέα τέχνη διακυβέρνησης .Και εκεί έχουμε το σημείο ρήξης: το αντικείμενο της διακυβερνησιακής δράσης είναι ό,τι οι Γερμανοί αποκαλούν «die soziale Umwelt»,το κοινωνικό περιβάλλον.
Έτσι, σε σχέση με αυτήν την κοινωνία που τώρα έγινε το ίδιο το αντικείμενο της διακυβερνησιακής παρέμβασης, της διακυβερνησιακής πρακτικής, τι θέλει άραγε να κάνει η κοινωνιολογική διακυβέρνηση; Θέλει, σίγουρα, να καταστήσει εφικτή την αγορά για να παίξει τον ρόλο του γενικού ρυθμιστή, αν θέλει να γίνει η αρχή της πολιτικής ορθολογικότητας. Τι θα πει κάτι τέτοιο: ότι προτείνει άραγε τη ρύθμιση της αγοράς ως ρυθμιστική αρχή της κοινωνίας; Αυτό σημαίνει μήπως την καθιέρωση μιας εμπορευματικής κοινωνίας, δηλαδή μιας κοινωνίας εμπορευμάτων,κατανάλωσης, στην οποία η αξία ανταλλαγής θα συνιστούσε, συγχρόνως, το μέτρο και το γενικό κριτήριο των στοιχείων, την αρχή επικοινωνίας των ατόμων μεταξύ τους, την αρχή κυκλοφορίας των πραγμάτων; Με άλλα λόγια,έχουμε άραγε σ’ αυτήν τη νεοφιλελεύθερη τέχνη διακυβέρνησης μια κανονικοποίηση και μια πειθάρχηση της κοινωνίας βάσει της εμπορευματικής αξίας και μορφής; Αραγε, δεν επιστρέφουμε έτσι σ’ εκείνο το μοντέλο της μαζικής κοινωνίας, της κοινωνίας της κατανάλωσης, της κοινωνίας των εμπορευμάτων, της κοινωνίας του θεάματος, της κοινωνίας των ομοιωμάτων, της κοινωνίας της ταχύτητας που ο Ζόμπαρτ, το 1903, είχε ορίσει για πρώτη φορά;
Ειλικρινά, δεν το νομίζω. Δεν τίθεται θέμα εμπορευματικής κοινωνίας μέσα σ’ αυτήν τη νέα τέχνη διακυβέρνησης. Δεν είναι αυτό που θα αποκατασταθεί. Η ρυθμισμένη βάσει της αγοράς κοινωνία την οποία σκέφτονται οι νεοφιλελεύθεροι είναι μια κοινωνία στην οποία αυτό που πρέπει να αποτελέσει τη ρυθμιστική αρχή δεν είναι τόσο η ανταλλαγή εμπορευμάτων όσο οι μηχανισμοί ανταγωνισμού. Αυτοί οι μηχανισμοί πρέπει να έχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιφάνεια και πάχος, πρέπει να καλύπτουν, τον μεγαλύτερο δυνατό όγκο μέσα στην κοινωνία. Δηλαδή αυτό που επιδιώκεται δεν είναι μια κοινωνία υποκείμενη στο φαινόμενο-εμπόρευμα, είναι μια κοινωνία υποκείμενη στη δυναμική του ανταγωνισμού. Όχι μια κοινωνία της υπεραγοράς -μια κοινωνία των επιχειρήσεων. Ο homo economicus, τον οποίο δεν θέλουν να ανασυστήσουν,δεν είναι ο άνθρωπος της ανταλλαγής, δεν είναι ο καταναλωτής, είναι ο άνθρωπος της επιχείρησης και της παραγωγής.
Εδώ βρισκόμαστε σε ένα σημαντικό σημείο που συναντάμε μια ολόκληρη σειρά πραγμάτων.
Πρώτα την ανάλυση της επιχείρησης που έχει αναπτυχθεί από τον 19ο αιώνα και εφεξής: ανάλυση ιστορική, ανάλυση οικονομική, ανάλυση ηθική του τι είναι μια επιχείρηση, όλη η σειρά των έργων του Βέμπερ,του Ζόμπαρτ,του Σούμπετερ σχετικά με το τι είναι επιχείρηση, έργα που στηρίζουν το νεοφιλελεύθερο σχέδιο. Συνεπώς, αν υπάρχει στη νεοφιλελεύθερη πολιτική κάτι σαν επιστροφή, δεν είναι, σίγουρα, η επιστροφή σε μια διακυβερνησιακή πρακτική του αφήστε-να-δράσουν, δεν είναι σίγουρα σε μια εμπορευματική κοινωνία όπως αυτή που ο Μαρξ κατήγγειλε στην αρχή του πρώτου βιβλίου του Κεφαλαίου. Η επιστροφή γίνεται προς ένα είδος κοινωνικής ηθικής της επιχείρησης, του οποίου ο Βέμπερ, ο Ζόμπαρτ, ο Σούμπετερ είχαν προσπαθήσει να κάνουν την πολιτική, πολιτιστική, οικονομική ιστορία. Πιο συγκεκριμένα, αν προτιμάτε, το 1950 ο Ρέπκε γράφει ένα κείμενο που ονομάζεται Προσανατολισμός της γερμανικής οικονομικής πολιτικής,το οποίο δημοσιεύεται με πρόλογο του Αντενάουερ.Τι ορίζει ο Ρέπκε στο κείμενο αυτό, σ’ αυτόν τον καταστατικό χάρτη, ως αντικείμενο της διακυβερνησιακής δράσης; Πρώτα, επιτρέπει στον καθένα, στο μέτρο του δυνατού, την πρόσβαση στην ιδιωτική ιδιοκτησία. Δεύτερον, μείωση του αστικού υδροκεφαλισμού, αντικατάσταση της πολιτικής των μεγάλων προαστίων με μια πολιτική των μεσαίων πόλεων, αντικατάσταση της πολιτικής και της οικονομίας των μεγάλων συνόλων με μια πολιτική και μια οικονομία των ιδιωτικών οικιών, ενθάρρυνση των μικρών μονάδων εκμετάλλευσης στην ύπαιθρο, ανάπτυξη αυτού που αποκαλείται μη προλεταριακές βιομηχανίες, δηλαδή της βιοτεχνίας και του μικρεμπορίου. Τρίτον, αποκέντρωση των χώρων κατοίκησης, παραγωγής και διαχείρισης, αποκατάσταση των επιπτώσεων της εξειδίκευσης και του καταμερισμού εργασίας, οργανική αναδόμηση της κοινωνίας βάσει των φυσικών κοινοτήτων, των οικογενειών και της γειτονιάς. Τελικά, με έναν γενικό τρόπο, οργάνωση, διευθέτηση και έλεγχο όλων των φαινομένων του περιβάλλοντος που ενδέχεται να προκύψουν από τη συγκατοίκηση των ανθρώπων ή από την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και των κέντρων παραγωγής. Πρόκειται, χονδρικά, λέει ο Ρέπκε το 1950, για τη «μετατόπιση του κέντρου βάρους της διακυβερνησιακής δράσης προς τα κάτω».
Αυτό το κείμενο αυτό επαναλήφθηκε 25000 φορές εδώ και 25 χρόνια. Είναι, πράγματι, αυτό που συγκροτεί σήμερα τη θεματική της διακυβερνησιακής δράσης, και σίγουρα θα ήταν λάθος να δούμε σ’ αυτό απλώς και μόνο ένα προκάλυμμα, μια δικαιολόγηση και ένα παραπέτασμα πίσω από το οποίο τεκταίνεται κάτι άλλο. Πρέπει να προσπαθήσουμε να το εκλάβουμε έτσι, όπως μας δίνεται, δηλαδή ως ένα πρόγραμμα εξορθολογισμού, και μάλιστα οικονομικού εξορθολογισμού. Τι υπάρχει εκεί; Λοιπόν, όταν το κοιτάς για λίγο, μπορείς να το δεις ως ένα είδος λίγο-πολύ ρουσσωικής επιστροφής στη φύση, κάτι σαν αυτό που ο Ρύστοβ αποκαλούσε, εξάλλου, με μια εξόχως διφορούμενη λέξη, «Vitalpolitik», πολιτική της ζωής.Αλλά τι είναι αυτή η Vitalpolitik για την οποία μιλούσε ο Ρύστοβ και η οποία εκφράζεται εδώ; Στην ουσία, δεν πρόκειται για τη συγκρότηση ενός κοινωνικού ιστού όπου το άτομο θα ήταν σε άμεση επαφή με τη φύση, αλλά για τη συγκρότηση ενός κοινωνικού ιστού στον οποίο οι ενότητες βάσης θα είχαν τη μορφή της επιχείρησης, εφόσον τι είναι η ατομική ιδιοκτησία, αν όχι μια επιχείρηση; Τι είναι μια ιδιωτική οικία, αν όχι μια επιχείρηση; Τι είναι η διαχείριση αυτών των μικρών κοινοτήτων της γειτονιάς , αν όχι κάποιες άλλες μορφές επιχείρησης; Με άλλα λόγια, πρόκειται για τη γενίκευση, για τη διάδοση και για τον πολλαπλασιασμό, όσο το δυνατόν περισσότερο, των μορφών «επιχείρηση», που δεν οφείλουν να είναι ακριβώς συγκεντρωτικές υπό τη μορφή είτε των μεγάλων, εθνικής ή διεθνούς κλίμακας, επιχειρήσεων, είτε, ακόμη, των μεγάλων επιχειρήσεων τύπου Κράτος. Το διακύβευμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής θα είναι, νομίζω, ο πολλαπλασιασμός της μορφής «επιχείρηση» εντός του κοινωνικού σώματος. Η αγορά, ο ανταγωνισμός, και συνεπώς η επιχείρηση θα δημιουργήσουν ότι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε διαπλαστική ισχύ της κοινωνίας.
Με την έννοια αυτή βρισκόμαστε στο σταυροδρόμι όπου ανακινούνται κάποια παλιά θέματα σχετικά με την οικογενειακή ζωή, τη συνιδιοκτησία, και ένας σωρός κριτικών θεμάτων που τα βλέπουμε να κυκλοφορούν παντού εναντίον της εμπορευματικής κοινωνίας και της ομογενοποίησης που προκαλεί η κατανάλωση. Έτσι υπάρχει μια σύγκλιση με την κριτική που έγινε, σε ένα ζομπαρτικό ύφος, εναντίον αυτής της εμπορευματικής, ομοιογενοποιητικής κοινωνίας κτλ., στους σκοπούς της σημερινής διακυβερνησιακής πολιτικής. Θέλουν, πράγματι, το ίδιο πράγμα. Απλώς απατώνται όσοι επικρίνουν, όταν φαντάζονται,όταν καταγγέλλουν μια εντός εισαγωγικών «ζομπαρτική» κοινωνία δηλ. την ομογενοποιητική κοινωνία, της μάζας, της κατανάλωσης, του θεάματος κτλ., απατώνται όταν νομίζουν ότι επικρίνουν αυτό που είναι ο σημερινός στόχος της διακυβερνησιακής πολιτικής. Επικρίνουν κάτι άλλο. Επικρίνουν κάτι που υπήρξε, αναμφίβολα, στον σαφή ή υπονοούμενο, ηθελημένο ή όχι ορίζοντα των τεχνών διακυβέρνησης από το ’20 μέχρι το ’60. Έχουμε ξεπεράσει,όμως, εκείνο το στάδιο. Δεν είμαστε πλέον εκεί. Η προγραμματισμένη από τους ορντοφιλελεύθερους τέχνη διακυβέρνησης γύρω στη δεκαετία του ’30, η οποία σήμερα αποτελεί τον προγραμματισμό των περισσότερων κυβερνήσεων στις καπιταλιστικές χώρες, δεν επιδιώκει καθόλου τη συγκρότηση εκείνου του τύπου κοινωνίας. Αντίθετα, θέλει να κατακτήσει μια κοινωνία συναρτημένη όχι με το εμπόρευμα και με την ομοιογένεια του εμπορεύματος, αλλά με την πολλαπλότητα και τη διαφοροποίηση των επιχειρήσεων.
H δεύτερη συνέπεια αυτής της φιλελεύθερης τέχνης διακυβέρνησης είναι οι βαθιές τροποποιήσεις στο νομικό σύστημα και στον νομικό θεσμό. Διότι, στην ουσία, μεταξύ μιας κοινωνίας συναρτημένης με τη μορφή της επιχείρησης και μιας κοινωνίας στην οποία η κύρια από τις δημόσιες υπηρεσίες είναι ο δικαστικός θεσμός υπάρχει ένας προνομιακός δεσμός.
Όσο περισσότερο πολλαπλασιάζετε την επιχείρηση, τόσο περισσότερο πολλαπλασιάζετε τις επιχειρήσεις, τόσο περισσότερο πολλαπλασιάζετε τα κέντρα διαμόρφωσης εκείνου του πράγματος που είναι κάτι σαν επιχείρηση, τόσο περισσότερο αναγκάζετε τη διακυβερνησιακή δράση να αφήσει αυτές τις επιχειρήσεις να λειτουργήσουν, τόσο περισσότερο, φυσικά, πολλαπλασιάζετε τις επιφάνειες τριβής μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων, τόσο περισσότερο πολλαπλασιάζετε τις ευκαιρίες διενέξεων, τόσο περισσότερο, επίσης, πολλαπλασιάζετε την αναγκαιότητα μιας νομικής διαιτησίας. Κοινωνία επιχειρήσεων και κοινωνία δικαστική, κοινωνία συναρτημένη με την επιχείρηση και κοινωνία πλαισιωμένη από μια πληθώρα νομικών θεσμών. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου φαινομένου.
Σχολιάστε