Μ.Foucault

Από την διδασκαλία  του Μ.Foucault στο κολλέγιο της Γαλλίας

Μάθημα 21ης  Φεβρουαρίου 1979

Aπό τον ορντοφιλελimagesευθερισμό προκύπτει η αναγκαιότητα μιας Gesellschaftspolitik, μιας πολιτικής της κοινωνίας και ενός πολλαπλού, άγρυπνου και πανταχού παρόντος κοινωνικού παρεμβατισμού. Επομένως, οικονομία της αγοράς και ενεργός, έντονη, παρεμβατική κοινωνική πολιτική. Πρέπει πάλι να υπογραμμίσουμε ότι στον ορντοφιλελευθερισμό αυτή η κοινωνική πολιτική δεν λειτουργεί σαν αντισταθμιστικός μηχανισμός με σκοπό να απορροφήσει ή να εξουδετερώσει τα καταστρεπτικά αποτελέσματα που θα μπορούσε να έχει για την κοινωνία, για τον κοινωνικό ιστό, για τους κοινωνικούς δεσμούς η οικονομική ελευθερία. Στην ουσία, αν υπάρχει κοινωνικός παρεμβατισμός, μόνιμος και πολύμορφος, δεν είναι εναντίον της οικονομίας της αγοράς ή αντίθετα με την οικονομία της αγοράς αλλά, ως ιστορική και κοινωνική προϋπόθεση για μια οικονομία της αγοράς για να λειτουργήσει ο τυπικός μηχανισμός του ανταγωνισμού, ώστε να γίνει σωστά η ρύθμιση που η ανταγωνιστική αγορά πρέπει να εξασφαλίσει και να αποφευχθούν τα αρνητικά κοινωνικά φαινόμενα που θα οφείλοντε στην έλλειψη ανταγωνισμού. Η Gesellschaftspolitik οφείλει, να καταργήσει όχι τα αντικοινωνικά αποτελέσματα του ανταγωνισμού αλλά τους αντι-ανταγωνιστικούς μηχανισμούς, που θα μπορούσαν να γεννηθούν στην κοινωνία.
Για να δώσουν περιεχόμενο στην Gesellschaftspolitik ότι οι ορντοφιλελεύθεροι επέμειναν σε δύο μεγάλους άξονες: τυποποίηση της κοινωνίας κατά το μοντέλο της επιχείρησης και ο επανακαθορισμός του νομικού θεσμού και των κανόνων δικαίου που είναι αναγκαίοι σε μια κοινωνία ρυθμισμένη βάσει και δυνάμει της ανταγωνιστικής οικονομίας της αγοράς.

    Το πρόβλημα του δικαίου

Θα επανέλθω στο συνέδριο Βάλτερ Λίππμαν, που είναι για την ιστορία του σύγχρονου νεωτερικού νεοφιλελευθερισμού, ένα σχετικά σημαντικό γεγονός. Σ’ αυτό διασταυρώνονται το 1939 ο παλαιός παραδοσιακός φιλελευθερισμός, οι άνθρωποι του γερμανικού ορντοφιλελευθερισμού, όπως ο Ρέπκε, ο Ρύστοβ κ.ά. και έπειτα άνθρωποι όπως ο Χάγεκ και ο φον Μίζες, που θα είναι οι διαμεσολαβητές μεταξύ γερμανικού ορντοφιλελευθερισμού και αμερικανικού νεοφιλελευθερισμού, από τον οποίο θα προκύψει ο αναρχοφιλελευθερισμός της Σχολής του Σικάγου, ο Μίλτον Φρίντμαν κ.λ.π. Παρουσιαστής, οργανωτής αυτού του συνεδρίου ο Λουί Ρουζιέ,ένας από τους σπάνιους και πολύ καλούς γάλλους μεταπολεμικούς επιστημολόγους.Και να τι λέει :

“ Το νεοφιλελεύθερο καθεστώς δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης φυσικής τάξης, όπως διακήρυτταν τον 18ο αιώνα, είναι επίσης το αποτέλεσμα μιας νομικής τάξης, η οποία προϋποθέτει έναν νομικό παρεμβατισμό του Κράτους. Η οικονομική ζωή εκτυλίσσεται μέσα σε ένα νομικό πλαίσιο που καθορίζει το καθεστώς της ιδιοκτησίας, των συμβολαίων, των ευρεσιτεχνιών, της πτώχευσης, το πλαίσιο των επαγγελματικών ενώσεων και των εμπορικών εταιρειών, το νόμισμα και τις τράπεζες, όλα αυτά που δεν είναι δεδομένα εκ φύσεως, όπως οι νόμοι της οικονομικής ισορροπίας, αλλά συγκυριακά δημιουργήματα του νομοθέτη. Άρα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι οι νομικοί, ιστορικά υπάρχοντες θεσμοί την παρούσα στιγμή, είναι καθοριστικά και διαρκώς οι καταλληλότεροι για τη διατήρηση της ελευθερίας των συναλλαγών. Το ζήτημα του καταλληλότερου νομικού πλαισίου για την πλέον ευέλικτη, πλέον αποτελεσματική, πλέον έντιμη λειτουργία της αγοράς αγνοήθηκε από τους κλασικούς οικονομολόγους, και θα άξιζε να γίνει το αντικείμενο ενός Διεθνούς Κέντρου Σπουδών για την ανανέωση του φιλελευθερισμού. Το να είσαι φιλελεύθερος δεν σημαίνει καθόλου ότι είσαι συντηρητικός, υπό την έννοια της διατήρησης των κατεστημένων προνομίων που προκύπτουν από τη νομοθεσία του παρελθόντος.
Ουσιαστικά είσαι προοδευτικός με την έννοια μιας διαρκούς προσαρμογής της νομικής τάξης στις επιστημονικές ανακαλύψεις, στις προόδους της οικονομικής και τεχνικής οργάνωσης, στις μεταβολές της δομής της κοινωνίας, στις απαιτήσεις της σύγχρονης συνείδησης. Το να είσαι φιλελεύθερος δεν σημαίνει, ότι αφήνεις τα αυτοκίνητα να κυκλοφορούν όπως τους αρέσει, πράγμα που θα προκαλούσε συμφόρηση και ατυχήματα- δεν σημαίνει ότι είσαι του «σχεδίου», ότι ορίζεις σε κάθε αυτοκίνητο πως θα κινείται αλλά είναι  η επιβολή ενός  Οδικού κώδικα  έχοντας επίγνωση ότι δεν είναι ο ίδιος την ώρα που κυκλοφορούν τα γρήγορα μεταφορικά μέσα και την ώρα που κυκλοφορούν οι άμαξες. Σήμερα καταλαβαίνουμε καλύτερα απ’ ότι οι μεγάλοι κλασικοί  τι είναι  μια νεοφιλελεύθερη οικονομία. Είναι μια οικονομία που υπακούει σε μια διπλή διαιτησία:σε μια αυθόρμητη διαιτησία των καταναλωτών, οι οποίοι μοιράζονται τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρει η αγορά ανάλογα με την προτίμησή τους και σε τιμές που διαμορφώνει ο λαός, και στην οργανωμένη διαιτησία του Κράτους, που διασφαλίζει την ελευθερία, την εντιμότητα και την αποτελεσματικότητα της αγοράς”.

Ας δούμε  κάποιες προτάσεις του κειμένου που οι ορντοφιλελεύθεροι δεν θα δέχονταν. Είναι όσα αφορούν τον φυσικό χαρακτήρα των μηχανισμών του ανταγωνισμού. Ο ο Ρουζιέ λέει ότι το φιλελεύθερο καθεστώς δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα μιας φυσικής τάξης αλλά είναι επίσης το αποτέλεσμα μιας νομικής τάξης. Οι ορντοφιλελεύθεροι θα έλεγαν: αυτό δεν ισχύει, η φυσική τάξη, -ό,τι εννοούμε με τη φυσική τάξη, ό,τι οι κλασικοί εννοούσαν με τη φυσική τάξη- είναι απλώς το αποτέλεσμα μιας ορισμένης νομικής τάξης.

Ας προσπεράσουμε αυτά τα στοιχεία που είναι στο μεταίχμιο του κλασικού φιλελευθερισμού και του νεοφιλελευθερισμού, ή της συγκεκριμένης μορφής νεοφιλελευθερισμού και ας περάσουμε στα περισσότερο χαρακτηριστικά του νεοφιλελευθερισμού, που υπάρχουν στο κείμενο.

Να  σημειώσουμε ότι για τον Ρουζιέ, όπως και για τους ορντοφιλελεύθερους, το νομικό δεν ανήκει στην υπερδομή. Δηλαδή  το νομικό δεν έχει καθαρή και απλή σχέση ή μια εργαλειακή σχέση με την οικονομία. Η οικονομία δεν καθορίζει, απλά και καθαρά, μια νομική τάξη που θα είχε σχέση υπηρεσίας και συγχρόνως υποτέλειας μαζί της. Το νομικό διαπλάθει το οικονομικό, που δεν θα ήταν αυτό που είναι χωρίς το νομικό. Μπορούμε να εντοπίσουμε τρία επίπεδα σημασίας.

Πρώτα, η θεωρητική σημασία, σημαίνει αντί να αντιπαραθέσουμε ένα οικονομικό που θα ήταν της τάξεως του «υπό» και ένα νομικο-πολιτικό που θα ήταν της τάξεως του «υπέρ»,να μιλήσουμε για μια οικονομικο-νομική τάξη. Ως προς αυτό ο Ρουζιέ, και έπειτα οι ορντοφιλελεύθεροι, ανήκουν ακριβέστατα στην σημαντική παράδοση του Μαξ Βέμπερ και δεν τοποθετούνται εξ υπαρχής στο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων αλλά στο επίπεδο των παραγωγικών σχέσεων. Σε αυτό το επίπεδο δημιουργούν και την ιστορία και την οικονομία, και το δίκαιο και την κυριολεκτικά εννοούμενη οικονομία και έτσι δεν θεωρούν ότι το οικονομικό είναι ένα σύνολο διαδικασιών στο οποίο έρχεται να προστεθεί ένα δίκαιο, λιγό ή πολύ προσαρμοσμένο,  ή  καθυστερημένο. Στην ουσία, το οικονομικό οφείλει  να θεωρείται ένα σύνολο συντεταγμένων δραστηριοτήτων, οι κανόνες των οποίων έχουν επίπεδα, μορφές, καταβολές, ημερομηνίες και χρονολογίες. Κανόνες που μπορεί να είναι ένα κοινωνικό έθος, μια θρησκευτική εντολή, μια ηθική, ένας συντεχνιακός κανονισμός, ένας νόμος. Το οικονομικό δεν είναι μια μηχανική ή φυσική, δεν είναι μια διαδικασία που μπορείς να την αποσπάσεις, παρά μόνο αφαιρετικά εκ των υστέρων, σχηματικά. Το οικονομικό δεν μπορεί ποτέ να θεωρείται παρά μόνο ένα σύνολο συντεταγμένων  δραστηριοτήτων. Είναι αυτό το νομικο-οικονομικό σύνολο,  συντεταγμένων δραστηριοτήτων που ο Όικεν αποκαλεί  «σύστημα».

Τι είναι το σύστημα;

Ένα σύνθετο σύνολο που περιλαμβάνει οικονομικές διαδικασίες, με οικονομική ανάλυση που σχετίζεται με μια καθαρή θεωρία και με μια τυποποίηση  όπως  για παράδειγμα, η τυποποίηση των μηχανισμών ανταγωνισμού. Αλλά αυτές οι οικονομικές διαδικασίες δεν υπάρχουν ιστορικά, παρά μόνο στο βαθμό που ένα θεσμικό πλαίσιο τους  έδινε τις συνθήκες ύπαρξης. Ιστορικά σημαίνει ότι δεν θα έπρεπε να φανταστούμε ότι υπήρξε σε μια στιγμή, η κυριολεκτικώς και απλώς οικονομική πραγματικότητα του καπιταλισμού ή του κεφαλαίου και της συσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία με την χαρακτηριστική της αναγκαιότητα, θα είχε ανατρέψει τους παλαιούς κανόνες δικαίου, όπως, για παράδειγμα, το δικαίωμα του πρωτότοκου, το φεουδαρχικό δικαίωμα κτλ., και έπειτα θα είχε δημιουργήσει, μέσω της λογικής της και των δικών της απαιτήσεων, και κατά κάποιον τρόπο με την ώθησή της από τα κάτω, νέους κανόνες δικαίου περισσότερο ευνοϊκούς, δηλαδή το δίκαιο της ιδιοκτησίας, τη νομοθεσία των μετοχικών εταιρειών, το δίκαιο των ευρεσιτεχνιών κτλ.
Ιστορικά έχουμε να κάνουμε με  μια μοναδική μορφή, μέσα στην οποία οι οικονομικές διαδικασίες και το θεσμικό πλαίσιο παραπέμπουν το ένα στο άλλο, στηρίζονται το ένα στο άλλο, τροποποιούνται το ένα από το άλλο, παγιώνονται σε πρότυπα με έναν αδιάκοπα αμοιβαίο τρόπο. Στο κάτω-κάτω ο καπιταλισμός δεν υπήρξε μια διαδικασία εκ των κάτω, που ανέτρεψε π.χ  το δικαίωμα του πρωτότοκου. Η ιστορία του καπιταλισμού είναι μια ιστορία οικονομικο-θεσμική και πλέον είναι φανερό ότι υπάρχει φυσικά και ένα πολιτικό διακύβευμα.

Πολιτικό διακύβευμα

Το πολιτικό διακύβευμα απλά είναι το πρόβλημα της επιβίωσης του καπιταλισμού  και του πεδίου πιθανοτήτων που ανοίγονται ακόμη στον καπιταλισμό. Αν δεχτούμε ,σε μια μαρξιστική προοπτική, ότι αυτό που είναι καθοριστικό στην ιστορία του καπιταλισμού είναι η λογική του κεφαλαίου και της συσσώρευσής του,άρα  υπάρχει μόνο ένας καπιταλισμός, εφόσον  υπάρχει  μόνο μία λογική του κεφαλαίου. Ένας καπιταλισμός που ορίζεται μοναδικά και αναγκαία από τη λογική της οικονομίας του και μπορούμε απλώς να πούμε ότι ένας  θεσμός τον ευνόησε ή όχι. Έχουμε  καπιταλισμό σε άνθηση ή  καπιταλισμό που παραπαίει  αλλά πάντως έχουμε τον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός που γνωρίζουμε στη Δύση είναι  ο καπιταλισμός, διαφοροποιημένος μόνο από κάποια στοιχεία του που τον ευνοούν ή όχι. Άρα τα σημερινά αδιέξοδα του καπιταλισμού, στον βαθμό που είναι τελικά καθορισμένα από τη λογική του κεφαλαίου και της συσσώρευσής του, είναι προφανώς από ιστορική άποψη αδιέξοδα.
Αν, αντίθετα, αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «κεφάλαιο»  είναι  μια διαδικασία σχετιζόμενη με μια καθαρά οικονομική θεωρία και αυτή η διαδικασία δεν πρέπει και δεν μπορεί να πραγματωθεί ιστορικά παρά μόνο στο εσωτερικό ενός καπιταλισμού ο οποίος είναι οικονομικο-θεσμικός, τότε καταλαβαίνετε ότι ο ιστορικός καπιταλισμός τον οποίο γνωρίζουμε δεν μπορεί να προκύψει σαν να ήταν η μοναδική πιθανή και αναγκαία μορφή της λογικής του κεφαλαίου. Έχουμε ιστορικά έναν καπιταλισμό, έναν καπιταλισμό που έχει τη μοναδικότητά του αλλά που, δυνάμει αυτής ακριβώς της μοναδικότητας, μπορεί να δώσει την ευκαιρία εμφάνισης σε κάποιους θεσμικούς -και συνεπώς οικονομικούς- μετασχηματισμούς, σε κάποιους οικονομικο-θεσμικούς μετασχηματισμούς που του ανοίγουν ένα πεδίο πιθανοτήτων. Στον πρώτο τύπο ανάλυσης, που αναφέρεται εξ ολοκλήρου στη λογική του κεφαλαίου και της συσσώρευσής του, ένας μόνο καπιταλισμός δηλαδή, καθόλου καπιταλισμός πλέον. Σύμφωνα με την άλλη πιθανότητα, έχετε την ιστορική μοναδικότητα μιας οικονομικο-θεσμικής μορφής ενώπιον της οποίας συνεπώς ανοίγεται -αν τουλάχιστον μπορεί να πάρει κανείς κάποια ιστορική απόσταση και να διαθέσει κάποια οικονομική, πολιτική και θεσμική φαντασία- ένα πεδίο πιθανοτήτων. Αυτό σημαίνει ότι σε τούτη τη μάχη γύρω από την ιστορία του καπιταλισμού, γύρω από την ιστορία του ρόλου που έπαιξε ο θεσμός του δικαίου, γύρω από τον κανόνα εντός του καπιταλισμού, ουσιαστικά έχουμε ένα ολόκληρο πολιτικό διακύβευμα.

Για να ξαναπιάσουμε τα πράγματα διαφορετικά.Πώς εμφανίζονταν τα πράγματα στους ορντοφιλελεύθερους; Αν κάναμε μια κάπως χοντροκομμένη ανάλυση και αν λέγαμε ότι το πρόβλημα που είχαν ήταν να αποδείξουν ότι ο καπιταλισμός ήταν ακόμη πιθανός, ότι ο καπιταλισμός μπορούσε να επιβιώσει υπό τον όρο ότι του επινοούσαν μια καινούργια μορφή, είχαν δύο πράγματα να αποδείξουν.Ότι  η καθαρά οικονομική λογική του καπιταλισμού, της ανταγωνιστικής αγοράς, ήταν πιθανή και όχι αντιφατική, συνεπώς αξιόπιστη.Έπειτα έπρεπε να αποδείξουν ότι αυτή η λογική  υπήρχε σε συγκεκριμένες, πραγματικές, ιστορικές μορφές του καπιταλισμού σε ένα σύνολο τέτοιων νομικο-οικονομικών σχέσεων, ώστε  επινοώντας μια νέα θεσμική λειτουργία να ξεπεράσουν τα φαινόμενα -τις αντιφάσεις, τα αδιέξοδα, τις ανορθολογικότητες – τα οποία χαρακτήριζαν την καπιταλιστική κοινωνία και τα οποία δεν οφείλονταν στη λογική του καπιταλισμού αλλά σε μια συγκεκριμένη και ιδιαίτερη μορφή του εν λόγω οικονομικο-νομικού συμπλέγματος.

Από την θεωρία του ανταγωνισμού στην «τάξη της οικονομίας»

Οι οικονομολόγοι της εποχής -ο Βαλράς, ο Μάρσαλ στην Αγγλία, ο Βίκσελ στη Σουηδία- και όσοι τους διαδέχθηκαν είχαν δώσει σημασία στη θεωρία του ανταγωνισμού επειδή ήθελαν να καθορίσουν αν ο τυπικός μηχανισμός της ανταγωνιστικής αγοράς ήταν αντιφατικός ή μη, και επειδή ήθελαν να δουν σε ποιον βαθμό η ανταγωνιστική αγορά οδηγούσε ή όχι σε φαινόμενα ικανά να την καταργήσουν, δηλαδή στο μονοπώλιο. Αυτή είναι δέσμη προβλημάτων της οικονομικής θεωρίας. Και έπειτα έχετε όλη τη βεμπεριανή δέσμη προβλημάτων της οικονομικής ιστορίας και κοινωνιολογίας, που ουσιαστικά είναι η άλλη όψη, ο αντίποδας, του πρώτου ζητήματος, δηλαδή να μάθουμε αν όντως μπορούμε να εντοπίσουμε στην ιστορία του καπιταλισμού ένα οικονομικο-θεσμικό σύνολο που μπορεί να καταγράψει τόσο τη μοναδικότητα του καπιταλισμού όσο και τα αδιέξοδα, τις αντιφάσεις, τις δυσκολίες, αυτό το μείγμα ορθολογικότητας και ανορθολογικότητας το οποίο διαπιστώνεται σήμερα.

Για παράδειγμα, η ανάλυση του ρόλου της προτεσταντικής ηθικής και των σχετικών θρησκευτικών εντολών και η ανάλυση της θεωρίας του καθαρού ανταγωνισμού ήταν δύο διαφορετικές όψεις  να θέτεις και να προσπαθείς να λύσεις με έναν συγκεκριμένο τρόπο το πρόβλημα του αν ο καπιταλισμός μπορούσε ή όχι να επιβιώσει. Να μια όψη του κειμένου του Ρουζιέ,που προσπαθεί να δείξει ότι η οικονομική διαδικασία δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από ένα θεσμικό σύνολο που δεν είναι απλώς το αποτέλεσμά της, που δεν είναι η διαφοροποιημένη ή προσαρμοσμένη έκφρασή της, αλλά συσσωματώνεται πραγματικά με αυτή στο εσωτερικό ενός οικονομικού συστήματος, ενός συνόλου συντεταγμένων οικονομικών πρακτικών.

Η άλλη όψη του κειμένου που μόλις σας διάβασα είναι η όψη που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «νομικό παρεμβατισμό» και είναι συνέπεια της πρώτης. Αν παραδεχτούμε ότι αυτό με το οποίο έχουμε να κάνουμε δεν είναι ο καπιταλισμός που προκύπτει από τη λογική τον κεφαλαίου αλλά ένας ιδιαίτερος καπιταλισμός συγκροτημένος από ένα οικονομικο-θεσμικό σύνολο, τότε πρέπει να μπορούμε να παρέμβουμε σ’ αυτό το σύνολο, να παρέμβουμε με τέτοιον τρόπο ώστε να επινοήσουμε έναν άλλο καπιταλισμό.

Δεν πρέπει να συνεχίσουμε τον καπιταλισμό, αλλά να επινοήσουμε έναν καινούργιο καπιταλισμό.
Αλλά πού και από ποιον δρόμο θα μπορέσει να εισβάλει η καινοτομία στο εσωτερικό του καπιταλισμού; Προφανώς, όχι από την πλευρά των νόμων της αγοράς, όχι επί της ίδιας της αγοράς, αφού όπως δείχνει η οικονομική θεωρία, η αγορά πρέπει να λειτουργήσει με τέτοιον τρόπο, ώστε οι αμιγείς μηχανισμοί της να είναι από μόνοι τους ρυθμιστές του συνόλου. Συνεπώς, ας μην αγγίξουμε αυτούς τους νόμους της αγοράς αλλά ας φροντίσουμε να έχουμε τέτοιους θεσμούς, ώστε οι νόμοι, και μόνο αυτοί, να αποτελέσουν την αρχή της γενικής οικονομικής ρύθμισης και κατά συνέπεια την αρχή της κοινωνικής ρύθμισης. Συνεπώς, κανένας οικονομικός παρεμβατισμός ή το ελάχιστο του οικονομικού παρεμβατισμού και το μέγιστο του νομικού παρεμβατισμού.

Walter Eucken
Walter Eucken

Πρέπει, λέει ο Όικεν, σε μια εύγλωττη νομίζω φράση,«να περάσουμε σε ένα συνειδητό οικονομικό δίκαιο». Νομίζω ότι τη φράση αυτή πρέπει να την αντιπαραθέσουμε λέξη προς λέξη σ’ αυτό που θα ήταν η τετριμμένη μαρξιστική εκδοχή. Στην τετριμμένη μαρξιστική εκδοχή το οικονομικό ήταν πάντα αυτό που διέφευγε από τη συνείδηση των ιστορικών όταν έκαναν τις ιστορικές τους αναλύσεις. Για τον Όικεν το ασυνείδητο των ιστορικών δεν είναι το οικονομικό, είναι το θεσμικό, ή μάλλον δεν πρόκειται τόσο για το ασυνείδητο των ιστορικών όσο για το ασυνείδητο των οικονομολόγων.
Αυτό που διαφεύγει από την οικονομική θεωρία, αυτό που διαφεύγει από τους οικονομολόγους στην ανάλυσή τους, είναι ο θεσμός, και πρέπει να περάσουμε σε ένα επίπεδο συνειδητού οικονομικού δικαίου, μέσω της ιστορικής ανάλυσης που θα δείξει ως προς τι και πώς ο θεσμός και οι κανόνες δικαίου έχουν σχέση αμοιβαίας διαμόρφωσης με την οικονομία και ταυτόχρονα να συνειδητοποιήσουμε τις πιθανές τροποποιήσεις που πρέπει να εισαχθούν σ’ αυτό το οικονομικο-νομικό σύμπλεγμα.
Πρόβλημα, λοιπόν: από πού θα μπορέσουμε να εισαγάγουμε το σύνολο των θεσμικών διορθώσεων και καινοτομιών που θα επιτρέψουν να καθιερώσουμε μια κοινωνική τάξη οικονομικά συντονισμένη με την οικονομία της αγοράς, πώς θα φτάσουμε σ’ αυτό που οι ορντοφιλελεύθεροι αποκαλούν Witschaftsordnung,«τάξη της οικονομίας»; Η απάντηση των ορντοφιλελευθέρων είναι ότι, απλούστατα, η θεσμική καινοτομία που πρέπει να εισαχθεί είναι η εφαρμογή στην οικονομία εκείνου που στη γερμανική παράδοση αποκαλείται Rechtsstaat και οι Αγγλοι ονομάζουν Rule o flaw, Κράτος δικαίου ή βασίλειο του νόμου.

H ορντοφιλελεύθερη ανάλυση δεν θα ακολουθήσει πλέον πιστά τη γραμμή της οικονομικής θεωρίας του ανταγωνισμού του Βαλράς, Βίκσελ, Μάρσαλ και της κοινωνιολογικής ιστορίας της οικονομίας που είχε χαράξει ο Μαξ Βέμπερ, θα ακολουθήσει μια ολόκληρη παράδοση θεωρίας του δικαίου, θεωρίας του δικαίου του Κράτους, που υπήρξε σπουδαιότατη τόσο στην ιστορία της γερμανικής νομικής σκέψης όσο και των γερμανικών θεσμών Τι εννοούμε με το Rechtsstaat, με αυτό το Κράτος δικαίου

Το Κράτος δικαίου

Σχηματικά. Το τέλος του 18ου αιώνα-αρχές του 19ου αιώνα, εμφανίζεται στην πολιτική θεωρία και στη γερμανική θεωρία του δικαίου η έννοια του Κράτους δικαίου που ορίζεται την εποχή αυτή σε αντίθεση με δύο πράγματα.
Πρώτα, σε αντίθεση με τον δεσποτισμό, εννοούμενο ως ένα σύστημα που καθιστά την ειδική ή γενική βούληση του ηγεμόνα, αρχή υποχρέωσης καθενός και όλων ενώπιον της δημόσιας ισχύος .

Έπειτα , σε αντίθεση με το Polizeistaat, το Αστυνομικό Κράτος. Το Αστυνομικό Κράτος είναι κάτι διαφορετικό από τον δεσποτισμό, έστω κι αν συμβαίνει στην πράξη το ένα να επικαλύπτει ενδεχομένως το άλλο.Polizeistaat .Αυτό που εννοούμε όταν λέμε Αστυνομικό Κράτος είναι ένα σύστημα στο οποίο δεν υπάρχει διαφορά φύσεως, καταγωγής, εγκυρότητας, και συνεπώς διαφορά αποτελέσματος μεταξύ των γενικών και διαρκών εντολών της δημόσιας ισχύος – αυτού που θα αποκαλούσαμε νόμο- και αφετέρου των συγκυριακών, παροδικών, τοπικών, ατομικών αποφάσεων της ίδιας της δημόσιας ισχύος , του επιπέδου των κανονισμών. Το Αστυνομικό Κράτος καθιερώνει ένα διοικητικό συνεχές, το οποίο, από τον γενικό νόμο έως το κάθε μέτρο καθιστά τη δημόσια ισχύ και τις εντολές που δίνει έναν και τον αυτό τύπο αρχής και της παραχωρεί έναν και τον αυτό τύπο αναγκαστικής αξίας.

Ο δεσποτισμός λοιπόν, περιστέλλει, ή μάλλον ανάγει την καταγωγή οποιοσδήποτε εντολής της δημόσιας ισχύος στη θέληση του κυρίαρχου, και μόνο σ’ αυτή. Το Αστυνομικό Κράτος καθιερώνει, όποια κι αν είναι η καταγωγή του αναγκαστικού χαρακτήρα των εντολών της δημόσιας ισχύος, ένα συνεχές ανάμεσα σε όλες τις πιθανές μορφές εντολών αυτής της δημόσιας ισχύος.
Λοιπόν, σε σχέση τόσο με τον δεσποτισμό όσο και με το Αστυνομικό Κράτος, το Κράτος δικαίου θα εκπροσωπήσει τη θετική εναλλακτική λύση. Δηλαδή,πρώτα, το Κράτος δικαίου ορίζεται ως ένα Κράτος στο οποίο οι πράξεις δημόσιας ισχύος δεν θα μπορέσουν να αποκτήσουν αξία, αν δεν πλαισιώνονται από νόμους που τις περιορίζουν εκ των προτέρων. Η δημόσια ισχύς ενεργεί στο πλαίσιο του νόμου και δεν μπορεί να ενεργεί παρά μόνο στο πλαίσιο του νόμου. Η θεμελιώδης αρχή και η καταγωγή του αναγκαστικού χαρακτήρα της δημόσιας ισχύος δεν θα είναι, λοιπόν, ο κυρίαρχος, η βούληση του κυρίαρχου. Θα είναι η μορφή του νόμου. Εκεί όπου υπάρχει μορφή του νόμου, και στον χώρο που ορίζει η μορφή του νόμου, εκεί η δημόσια ισχύς μπορεί νόμιμα να γίνει αναγκαστική. Έχουμε τον πρώτο ορισμό του Κράτους δικαίου.

Και, δεύτερον,στο Κράτος δικαίου υπάρχει μια διαφορά φύσεως, αποτελέσματος, καταγωγής μεταξύ των νόμων, που είναι τα οικουμενικά έγκυρα γενικά μέτρα και είναι πράξεις κυριαρχίας, και αφετέρου των επιμέρους αποφάσεων της δημόσιας ισχύος. Ένα Κράτος δικαίου είναι ένα Κράτος στο οποίο είναι διαχωρισμένες οι νομικές διατάξεις και η έκφραση της κυριαρχίας και τα διοικητικά μέτρα αφετέρου. Αυτή είναι χονδρικά η θεωρία της δημόσιας ισχύος και του δικαίου της δημόσιας ισχύος η οποία οργάνωσε στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου αυτό που αποκαλείται θεωρία του Κράτους δικαίου εναντίον των μορφών εξουσίας και δημοσίου δικαίου που λειτουργούσαν τον 18ο αιώνα.

Αυτή τη διπλή θεωρία του Κράτους δικαίου, τη μια σε αντίθεση με τον δεσποτισμό και την άλλη σε αντίθεση με το στο Αστυνομικό Κράτος, θα τις βρείτε σε όλα τα κείμενα των αρχών του 19ου αιώνα. Το βασικό και, νομίζω, το πρώτο κείμενο που παρήγαγε η θεωρία του Κράτους δικαίου είναι αυτό του Βέλκερ υπό τον τίτλο “Οι τελευταίες θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του Κράτους και της τιμωρίας” το 1813.Με ένα μικρό άλμα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα θα βρείτε έναν άλλο ορισμό του Κράτους δικαίου , μια πιο προωθημένη επεξεργασία της έννοιας . Τότε το Κράτος δικαίου εμφανίζεται σαν ένα Κράτος στο οποίο υπάρχουν για κάθε πολίτη συγκεκριμένες, θεσμοποιημένες και δραστικές δυνατότητες προσφυγής εναντίον της δημόσιας ισχύος. Δηλαδή το Κράτος δικαίου δεν  ενεργεί απλά σύμφωνα με τον νόμο και στο πλαίσιο του νόμου. Είναι ένα Κράτος στο οποίο υπάρχει ένα σύστημα δικαίου, δηλαδή νόμων, αλλά αυτό σημαίνει και δικαστικών θεσμών επίσης, που θα διαιτητεύσουν στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων αφενός, και της δημόσιας ισχύος αφετέρου.
Εδώ έχουμε το πρόβλημα των διοικητικών δικαστηρίων. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα βλέπετε στη γερμανική θεωρία και πολιτική να αναπτύσσεται μια ολόκληρη σειρά συζητήσεων, για το  αν ένα Κράτος δικαίου είναι ένα Κράτος στο οποίο οι πολίτες μπορούν και πρέπει να προσφεύγουν εναντίον της δημόσιας ισχύος σε ορισμένα ειδικευμένα δικαστήρια, που θα είναι τα διοικητικά δικαστήρια,  ή αντίθετα, οι πολίτες μπορούν να προσφεύγουν εναντία της δημόσιας ισχύος με απλά δικαστήρια. Θεωρητικοί, όπως ο Γκνάιστ, εκτιμούν ότι το διοικητικό δικαστήριο ως θεσμός διαιτησίας μεταξύ Κράτους και πολιτών, είναι απαραίτητο για τη συγκρότηση ενός Κράτους δικαίου. Άλλοι, όπως ο Μπερ, αντιτείνουν ότι ένα διοικητικό δικαστήριο, στον βαθμό που εκπορεύεται από τη δημόσια ισχύ και κατά βάθος είναι  μία  από τις μορφές της και  δεν μπορεί να είναι ένας έγκυρος διαιτητής μεταξύ Κράτους και πολιτών.Μόνο η ανεξάρτητη δικαιοσύνη – πραγματικά ή πλασματικά- θα μπορούσε να διαιτητεύσει μεταξύ των πολιτών και του Κράτους. Αυτή είναι  η αγγλική άποψη, που υπάρχει και στις αναλύσεις που κάνουν οι Άγγλοι για το Rule of law. Έτσι για τους Αγγλους,  η Γαλλία δεν είναι Κράτος δικαίου επειδή έχει διοικητικά δικαστήρια και Συμβούλιο Επικρατείας.Να ποιος είναι δεύτερος ορισμός ενός Κράτους δικαίου: η πιθανότητα μιας νομικής διαιτησίας μέσω του ενός ή του άλλου θεσμού μεταξύ των πολιτών και της δημόσιας ισχύος.

Ξεκινώντας από τα παραπάνω, οι φιλελεύθεροι θα επιχειρήσουν να ορίσουν έναν τρόπο ανανέωσης του καπιταλισμού. Αυτός ο τρόπος ανανέωσης του καπιταλισμού θα ήταν η εισαγωγή των γενικών αρχών του Κράτους δικαίου στην οικονομική νομοθεσία. Η αναζήτηση ενός Κράτους δικαίου μέσα στην οικονομική τάξη στόχευε σε όλες τις μορφές νομικής παρέμβασης στην τάξη της οικονομίας που ασκούταν από Κράτη ,τα δημοκρατικά περισσότερο, δηλαδή στη νόμιμη οικονομική παρέμβαση του Κράτους μέσα στο αμερικανικό New Deal και στα χρόνια που ακολούθησαν,μέσα σε όλον τον σχεδιασμό αγγλικού τύπου. Τι σημαίνει, λοιπόν, να εφαρμόσεις την αρχή του Κράτους Δικαίου στην οικονομική τάξη; Χονδρικά, ότι δεν θα μπορέσουν να υπάρξουν νόμιμες παρεμβάσεις του Κράτους στην οικονομική τάξη, παρά μόνο αν πάρουν τη μορφή της εισαγωγής τυπικών αρχών. Δεν υπάρχει παρά μόνο τυπική οικονομική νομοθεσία. Να ποια είναι η αρχή του Κράτους δικαίου στην οικονομική τάξη.

Τι σημαίνει ότι οι νόμιμες παρεμβάσεις πρέπει να είναι τυπικές;

Friedrich Hayek
Friedrich Hayek

Ο Χάγεκ,νομίζω, στο βιβλίο του Θέσπιση της ελευθερίας όρισε καλύτερα αυτό που θα έπρεπε να εννοείται με την εφαρμογή των αρχών του Κράτους δικαίου ή του Rule of law στην οικονομική τάξη. Κατά βάθος, λέει ο Χάγεκ, είναι απλό. Το Κράτος δικαίου ή μια τυπική οικονομική νομοθεσία, είναι απλούστατα το αντίθετο του σχεδίου.
Στην ουσία, τι είναι ένα σχέδιο; Ένα οικονομικό σχέδιο είναι κάτι που έχει μια σκοπιμότητα. Επιδιώκουμε, για παράδειγμα την ανάπτυξη, ή επιδιώκουμε ενός συγκεκριμένου τύπου κατανάλωσης ή τύπου επένδυσης. Επιδιώκουμε να μειώσουμε την απόκλιση των εισοδημάτων μεταξύ διαφόρων κοινωνικών τάξεων. Δεύτερον, σε ένα σχέδιο έχουμε πάντα τη δυνατότητα, με βάση τους στόχους , να εισαγάγουμε, σε μια κατάλληλη στιγμή, διορθώσεις,αναβολές μέτρων, εναλλακτικά μέτρα,ανάλογα αν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα έχει επιτευχθεί ή όχι. Τρίτον, σε ένα σχέδιο η δημόσια ισχύς εμφανίζεται σε έναν ρόλο οικονομικού φορέα αποφάσεων, δηλαδή αντικαθιστά τα άτομα ως αρχή αποφάσεων, συνεπώς αναγκάζει τα άτομα σ’ αυτό ή σ’ εκείνο, όπως για παράδειγμα, να μην περάσουν ένα ορισμένο επίπεδο αμοιβής ή  γίνεται ένας οικονομικός συντελεστής που θα επενδύσει, για παράδειγμα, στα δημόσια έργα. Επομένως, στο σχέδιο η δημόσια ισχύς παίζει τον ρόλο αυτού που αποφασίζει. Τελικά, σε ένα σχέδιο  ότι η δημόσια ισχύς  συγκροτεί ένα υποκείμενο ικανό να ελέγξει το σύνολο των οικονομικών διαδικασιών. Δηλαδή ο κρατικός φορέας των αποφάσεων είναι ταυτόχρονα αυτός που έχει μια σαφή συνείδηση ή που οφείλει να έχει την πλέον σαφή συνείδηση του συνόλου των οικονομικών διαδικασιών.Είναι το οικουμενικό υποκείμενο της γνώσης μέσα στην οικονομική τάξη. Να τι είναι σχέδιο.

Ο Χάγεκ, λοιπόν, λέει ότι αν θέλουμε να κάνουμε το Κράτος δικαίου να λειτουργήσει μέσα στην οικονομική τάξη, πρέπει να είναι το εντελώς αντίθετο.Δηλαδή το Κράτος δικαίου θα έχει τη δυνατότητα να πάρει ορισμένα μέτρα γενικού χαρακτήρα, τα οποία όμως θα πρέπει να μείνουν εντελώς τυπικά, δηλαδή δεν θα πρέπει ποτέ να τείνουν προς έναν ιδιαίτερο σκοπό. Δεν επαφίεται στο Κράτος να πει: η απόκλιση των εισοδημάτων πρέπει να μειωθεί ή ο τάδε τύπος κατανάλωσης να αυξηθεί.Μέσα στην οικονομική τάξη ένας νόμος πρέπει να μείνει καθαρά τυπικός. Πρέπει να πει στον κόσμο τι πρέπει να κάνει και τι δεν πρέπει να κάνει· δεν πρέπει να εγγράφει στο εσωτερικό μιας σφαιρικής οικονομικής επιλογής.
Δεύτερον αν ένας νόμος σέβεται μέσα στην οικονομική τάξη τις αρχές του Κράτους δικαίου, πρέπει να είναι υπό τη μορφή πάγιων κανόνων και να μην επιδέχεται ποτέ διορθώσεως δυνάμει των παραγομένων αποτελεσμάτων.
Τρίτον, πρέπει να ορίζει ένα πλαίσιο στο εσωτερικό του οποίου καθένας από τους οικονομικούς συντελεστές θα μπορεί να αποφασίσει εντελώς ελεύθερα, στον βαθμό ακριβώς που κάθε συντελεστής γνωρίζει ότι το νόμιμο πλαίσιο που έχει καθοριστεί για τη δράση του δεν θα μεταβληθεί.
Τέταρτον, ένας τυπικός νόμος που θα δεσμεύσει το Κράτος όχι λιγότερο από τους άλλους νόμους, ώστε ο καθένας να ξέρει ακριβώς πώς θα συμπεριφερθεί η δημόσια ισχύς.

Αυτή η  αντίληψη του Κράτους δικαίου μέσα στην οικονομική τάξη κατά βάθος αποκλείει  ότι υπάρχει ένα οικουμενικό υποκείμενο οικονομικής γνώσης που θα μπορούσε,να εποπτεύει το σύνολο των διαδικασιών, να καθορίζει τους στόχους τους και να παρεμβαίνει. Το Κράτος πρέπει να είναι τυφλό στις οικονομικές διαδικασίες. Δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι γνωρίζει αυτά που αφορούν την οικονομία, ή το σύνολο των φαινομένων που την αφορούν. Λιτά, για το Κράτος, όπως και για τα άτομα, η οικονομία πρέπει να είναι ένα παιχνίδι.Είναι ένα σύνολο κανόνων που καθορίζει με ποιον τρόπο πρέπει ο καθένας να παίζει ένα παιχνίδι, την έκβαση του οποίου, τελικά, κανείς δεν γνωρίζει.  To Rule of law και το Κράτος δικαίου τυποποιούν τη δράση της διακυβέρνησης ως χορηγού κανόνων για ένα οικονομικό παιχνίδι στο οποίο οι μόνοι εταίροι, και οι μόνοι πραγματικοί συντελεστές πρέπει να είναι τα άτομα ή οι επιχειρήσεις. Η γενική μορφή που πρέπει να έχει το θεσμικό πλαίσιο μέσα σε έναν ανανεωμένο καπιταλισμό είναι ένα συντεταγμένο παιχνίδι επιχειρήσεων στο εσωτερικό ενός νομικο-θεσμικού πλαισίου εγγυημένου από το Κράτος. Κανόνας οικονομικού παιχνιδιού και όχι σκόπιμος οικονομικο-κοινωνικός έλεγχος.Ο  Χάγεκ σε μια φράση που νομίζω ότι είναι σαφέστατη λέει ότι το σχέδιο που είναι αντίθετο στο Κράτος δικαίου ή στο Rule of law, «δείχνει πώς οι πόροι της κοινωνίας πρέπει να γίνονται αντικείμενο συνειδητού χειρισμού, για να πετύχουν έναν καθορισμένο στόχο. To Rule of law αντίθετα  συνίσταται στη χάραξη του πλέον ορθολογικού πλαισίου εντός του οποίου τα άτομα θα επιδοθούν στις δραστηριότητές τους ανάλογα με τα προσωπικά τους σχέδια».

Ο Πολάνιυ, επίσης, στη Λογική της ελευθερίας, γράφει:

«Η βασική λειτουργία ενός νομοθετικού συστήματος είναι να κατευθύνει την αυθόρμητη τάξη της οικονομικής ζωής. Το σύστημα των νόμων πρέπει να αναπτύξει και να ενισχύσει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους δρα ο ανταγωνιστικός μηχανισμός της παραγωγής και της διανομής».

Θα υπάρξει,ένα σύστημα νόμων ως κανόνας του παιχνιδιού, και μετά ένα παιχνίδι που μέσα από το αυθόρμητο των οικονομικών διαδικασιών του θα εκδηλώσει μια ορισμένη συγκεκριμένη τάξη. Νόμος και τάξη, law and order: αυτές οι δύο έννοιες,δεν είναι απλώς έννοιες-σλόγκαν μιας στενοκέφαλης αμερικανικής άκρας Δεξιάς, γεννημένης στο Midwest. To Law and order έχει πρωταρχικά ένα ακριβέστατο νόημα. Law and order σημαίνει το εξής: το Κράτος,η δημόσια ισχύς, δεν θα παρέμβει ποτέ στην οικονομική τάξη παρά μόνο υπό τη μορφή του νόμου, ενώ εντός του νόμου αυτού, αν όντως η δημόσια ισχύς περιορίζεται σ’ αυτές τις νόμιμες παρεμβάσεις, θα μπορέσει να εμφανιστεί μια ορισμένη οικονομική τάξη, η οποία θα είναι το αποτέλεσμα και συγχρόνως η βασική αρχή της δικής της ρύθμισης.

Έχουμε εδώ την άλλη όψη που θα ήθελα να υπογραμμίσω με αφορμή τo κείμενο του Ρουζιέ .Δεν υπάρχει ο καπιταλισμός με τη λογική, τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδά του. Υπάρχει ένας οικονομικο-θεσμικός, οικονομικο-νομικός καπιταλισμός.
Δεύτερον, μετά από αυτό  είναι απόλυτα πιθανό να επινοήσουμε, να φανταστούμε έναν άλλο καπιταλισμό, του οποίου η θεμελιώδης αρχή, βασικά, θα ήταν να αναδιοργανώσει το θεσμικό πλαίσιο με γνώμονα την αρχή του Κράτους δικαίου, και θα σάρωνε ολόκληρο τον διοικητικό ή νομικό μηχανισμό που χρησιμοποιούσαν τα Κράτη για να έχουν το το δικαίωμα παρέμβασης, είτε σε μια προστατευτική οικονομία του 19ου αιώνα είτε σε μια σχεδιασμένη οικονομία του 20ού αιώνα.
Η τρίτη όψη,είναι αναπόφευκτα αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αύξηση της δικαστικής ζήτησης, γιατί  πράγματι, η ιδέα ενός δικαίου που θα είχε ως γενική μορφή έναν κανόνα του παιχνιδιού τον οποίον η δημόσια ισχύς θα επέβαλλε στους παίκτες, οι οποίοι θα παρέμεναν ελεύθεροι στο παιχνίδι τους, συνεπάγεται μια αναβάθμιση του νομικού, αλλά και μια αναβάθμιση του δικαστικού. Ας πούμε ότι, τον 18ο αιώνα ένα από τα προβλήματα του φιλελευθερισμού ήταν η ενίσχυση ενός νομικού πλαισίου υπό τη μορφή ενός γενικού συστήματος νόμων που θα επιβαλλόταν με τον ίδιο τρόπο σε όλους. Παράλληλα όμως  η ιδέα της κυριαρχίας  του νόμου,  συνεπαγόταν σημαντική μείωση του δικαστικού, στον βαθμό που ο δικαστικός θεσμός δεν μπορούσε να κάνει τίποτε διαφορετικό από την καθαρή και απλή εφαρμογή του νόμου. Αντίθετα αν  ο νόμος  να είναι κανόνας του παιχνιδιού για ένα παιχνίδι στο οποίο ο καθένας παραμένει κυρίαρχος, όσον τον αφορά και του αναλογεί, αυτόματα το δικαστικό αντί να μειωθεί σε μια απλή λειτουργία της εφαρμογής του νόμου θα αποκτήσει μια καινούργια αυτονομία και σπουδαιότητα. Συγκεκριμένα,στη φιλελεύθερη κοινωνία όπου το αληθινό οικονομικό υποκείμενο δεν είναι ο άνθρωπος της ανταλλαγής, δεν είναι ο καταναλωτής ή ο παραγωγός, αλλά η επιχείρηση, στο οικονομικό και κοινωνικό καθεστώς όπου η επιχείρηση δεν είναι απλώς ένας θεσμός αλλά ένας ορισμένος τρόπος να συμπεριφέρεται κανείς στο οικονομικό πεδίο υπό τη μορφή του ανταγωνισμού δυνάμει σχεδίων και προγραμμάτων, με στόχους, τακτικές κτλ. Σ’ αυτήν την κοινωνία της επιχείρησης όσο περισσότερο ο νόμος θα δώσει στα άτομα τη δυνατότητα να συμπεριφέρονται όπως θέλουν υπό μορφή ελεύθερης επιχείρησης, τόσο περισσότερο θα αναπτυχθούν στην κοινωνία εκείνες οι πολλαπλές και δυναμικές μορφές που χαρακτηρίζουν την ενότητα «επιχείρηση»,τόσο περισσότερο, ταυτόχρονα, οι τριβές μεταξύ των ενοτήτων θα αυξηθούν σε αριθμό και σε μέγεθος και  οι ευκαιρίες σύγκρουσης και  οι ευκαιρίες διένεξης θα πολλαπλασιαστούν. Ενώ η οικονομική ρύθμιση γίνεται αυθόρμητα, βάσει των τυπικών ιδιοτήτων του ανταγωνισμού, αντίθετα  η κοινωνική ρύθμιση -η κοινωνική ρύθμιση των συγκρούσεων, των μη κανονικών συμπεριφορών, των οχλήσεων που προκαλούν οι μεν στους δε κτλ.-, όλο αυτό θα απαιτήσει έναν δικαστικό παρεμβατισμό, που θα πρέπει να ασκηθεί ως διαιτησία στο πλαίσιο των κανόνων του παιχνιδιού. Πολλαπλασιάστε τις επιχειρήσεις, πολλαπλασιάζετε τις τριβές, τις επιπτώσεις στο περιβάλλον και στον βαθμό που θα ελευθερώσετε τα οικονομικά υποκείμενα και θα τα αφήσετε να παίξουν το παιχνίδι τους, όσο πιο πολύ τα ελευθερώσετε, τόσο περισσότερο θα τα αποσπάσετε από το καθεστώς των δυνητικών δημοσίων υπαλλήλων στο οποίο τα δέσμευε ένα σχέδιο, οπότε αναγκαστικά θα πολλαπλασιάσετε τους δικαστές.

Με αφορμή την εμφάνιση μιας εντατικοποιημένης και πολλαπλασιασμένης δικαστικής απαίτησης,να σας παραθέσω κείμενο του Ρέπκε:

«Είναι σωστό να καταστήσουμε τώρα, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν, τα δικαστήρια όργανα της οικονομίας και να εμπιστευτούμε στην απόφασή τους αποστολές που μέχρι τώρα τις εμπιστευόμασταν στις διοικητικές αρχές».

Όσο πιο τυπικός γίνεται ο νόμος, τόσο αναγκαία  γίνεται η δικαστική παρέμβαση. Και στον βαθμό που οι διακυβερνησιακές παρεμβάσεις της δημόσιας ισχύος τυποποιούνται περισσότερο, στον βαθμό που η διοικητική παρέμβαση υποχωρεί, στον ίδιο βαθμό η δικαιοσύνη τείνει να γίνει, και οφείλει να γίνει, μια πανταχού παρούσα δημόσια υπηρεσία.

Ένας άλλος τρόπος ανάγνωσης

Ο ορντοφιλελευθερισμός σχεδιάζει μιαν ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς συνοδευόμενη από έναν κοινωνικό παρεμβατισμό που συνεπάγεται μια θεσμική ανανέωση όσον αφορά την αναβάθμιση της ενότητας «επιχείρηση» ως θεμελιώδους οικονομικού συντελεστή. Νομίζω ότι εδώ δεν έχουμε απλώς τη σκέτη και καθαρή συνέπεια και την προβολή στην ιδεολογία ή σε μια οικονομική θεωρία, ή σε μια πολιτική επιλογή των σύγχρονων κρίσεων του καπιταλισμού. Θαρρώ πώς αυτό που βλέπουμε να γεννιέται εδώ είναι κάτι σαν μια νέα τέχνη διακυβέρνησης ή, τέλος πάντων, μια ορισμένη ανανέωση της φιλελεύθερης τέχνης διακυβέρνησης.

Joseph Schumpeter
Joseph Schumpeter

Τον ειδικό χαρακτήρα αυτής της τέχνης διακυβέρνησης, τα ιστορικά και πολιτικά διακυβεύματα που τη χαρακτηρίζουν νομίζω ότι μπορούμε να τα συλλάβουμε αν τα συγκρίνουμε με τον Σουμπέτερ. Αυτοί οι οικονομολόγοι, είτε πρόκειται για τον Σουμπέτερ είτε πρόκειται για τον Ρέπκε είτε για τον Όικεν,εκκινούν όλοι από το βεμπεριανό πρόβλημα, που είναι η ορθολογικότητα και η ανορθολογικότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο Σουμπέτερ, όπως οι ορντοφιλελεύθεροι και οι ορντοφιλελεύθεροι όπως ο Βέμπερ νομίζουν ότι ο Μαρξ  έχει  άδικο να αναζητά την αποκλειστική και θεμελιώδη καταγωγή της ορθολογικότητας/ανορθολογικότητας της καπιταλιστικής κοινωνίας στην αντιφατική λογική του κεφαλαίου και της συσσώρευσής του. Ο Σουμπέτερ και οι ορντοφιλελεύθεροι πιστεύουν ότι δεν υπάρχει εσωτερική αντίφαση στη λογική του κεφαλαίου και της συσσώρευσής του και ότι συνεπώς από οικονομική καθαρά άποψη ο καπιταλισμός είναι απολύτως βιώσιμος.

Η διαφορά είναι ότι για τον Σουμπέτερ αν στο επίπεδο της καθαρής οικονομικής διαδικασίας ο καπιταλισμός δεν είναι καθόλου αντιφατικός και το οικονομικό είναι πάντα βιώσιμο, τότε ιστορικά, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αποδεσμευτεί από τις μονοπωλιακές τάσεις. Όχι εξαιτίας της οικονομικής διαδικασίας αλλά λόγω των κοινωνικών συνεπειών της διαδικασίας ανταγωνισμού, δηλαδή επειδή η ίδια η οργάνωση του ανταγωνισμού και η δυναμική του ανταγωνισμού θα απαιτήσει, και απαιτεί αναγκαστικά, μια οργάνωση όλο και περισσότερο μονοπωλιακή. Για τον Σουμπέτερ το μονοπωλιακό φαινόμενο είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο συνεπές σε σχέση με τη δυναμική του ανταγωνισμού, αλλά όχι σύμφυτο στην οικονομική διαδικασία του ίδιου του ανταγωνισμού. Υπάρχει μια τάση για συγκεντρωτισμό, υπάρχει μια τάση για ενσωμάτωση της οικονομίας σε κέντρα αποφάσεων όλο και περισσότερο πλησιέστερα στη διοίκηση και στο Κράτος. Αυτό είναι, λοιπόν, η ιστορική καταδίκη του καπιταλισμού. Αλλά όχι καταδίκη με όρους αντίφασης, καταδίκη με όρους ιστορικού πεπρωμένου. Για τον Σουμπέτερ ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αποφύγει αυτόν τον συγκεντρωτισμό, δηλαδή δεν μπορεί να αποφύγει το γεγονός ότι στο εσωτερικό της ανάπτυξής του λειτουργεί κάτι σαν πέρασμα προς τον σοσιαλισμό, πράγμα που σημαίνει, εφόσον έτσι ορίζει ο Σουμπέτερ τον σοσιαλισμό, προς «ένα σύστημα στο οποίο μια κεντρική αρχή θα μπορεί να ελέγχει τα μέσα παραγωγής και την ίδια την παραγωγή». Το πέρασμα προς τον σοσιαλισμό είναι, λοιπόν, εγγεγραμμένο στην ιστορική αναγκαιότητα του καπιταλισμού, όχι μέσω ενός παραλογισμού ή μιας ανορθολογικότητας χαρακτηριστικής στην καπιταλιστική οικονομία, αλλά εξαιτίας της οργανωτικής και κοινωνικής αναγκαιότητας που συνοδεύει μια ανταγωνιστική αγορά. Θα περάσουμε, λοιπόν, στον σοσιαλισμό με ένα ορισμένο πολιτικό κόστος, φυσικά, για το οποίο ο Σουμπέτερ λέει ότι αναμφίβολα είναι βαρύ, αλλά για το οποίο νομίζει ότι δεν είναι εντελώς αδύνατο να πληρωθεί, δηλαδή ότι δεν είναι εντελώς αβάσταχτο ούτε ανεπανόρθωτο και  συνεπώς, οδηγούμαστε προς μια σοσιαλιστική κοινωνία που η πολιτική της δομή πρέπει να είναι εξαιρετικά επιτηρούμενη και επεξεργασμένη, προκειμένου να αποφευχθεί ένα συγκεκριμένο τίμημα που είναι, χονδρικά, ο ολοκληρωτισμός. Μπορούμε να το αποφύγουμε αλλά όχι  ανώδυνα.

Στην ανάλυση του Σουμπέτερ οι ορντοφιλελεύθεροι απαντούν ανασυστήνοντας την ανάλυση του λέγοντας: πρώτον, το πολιτικό κόστος το οποίο ο Σουμπέτερ λέει ότι πρέπει να πληρώσουμε, όταν βρεθούμε σε σοσιαλιστικό καθεστώς, αυτήν την απώλεια ελευθερίας, αυτό το πολιτικό κόστος δεν πρέπει να το πιστέψουμε και να το αποδεχθούμε. Δεν υπάρχουν μόνο οι δυσχέρειες που συνοδεύουν μια οικονομία σχεδιασμένου τύπου. Στην ουσία, μια σχεδιασμένη οικονομία δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικώς δαπανηρή, δηλαδή να καταβάλει το τίμημα της ελευθερίας. Καμία ενδεχόμενη διευθέτηση δεν θα καταφέρει να παρακάμψει την αναγκαία πολιτική συνέπεια του σχεδιασμού, δηλαδή την απώλεια ελευθερίας. Και γιατί αυτή η απώλεια είναι αναπόφευκτη στον σχεδιασμό; Απλά ο σχεδιασμός ενέχει μια σειρά θεμελιωδών οικονομικών λαθών και η επανόρθωση των λαθών ή της εγγενούς στον σχεδιασμό ανορθολογικότητας δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την κατάργηση των θεμελιωδών ελευθεριών. Πώς μπορούμε να αποφύγουμε αυτό το λάθος του σχεδιασμού; Φροντίζοντας να διορθώσουμε την τάση την οποία ο Σουμπέτερ αναγνώρισε στον καπιταλισμό, και για την οποία σωστά αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν η τάση της οικονομικής διαδικασίας αλλά η τάση των κοινωνικών συνεπειών της οικονομικής διαδικασίας, να διορθώσουμε αυτήν την τάση για οργάνωση, για συγκεντρωτισμό, για απορρόφηση της οικονομικής διαδικασίας από το εσωτερικό του Κράτους, και να τη διορθώσουμε ακριβώς μέσω μιας κοινωνικής παρέμβασης. Ταυτόχρονα, η κοινωνική παρέμβαση, η Gesellschaftspolitik, ο νομικός παρεμβατισμός, ο ορισμός ενός νέου θεσμικού πλαισίου της οικονομίας που προστατεύεται από μια κυριολεκτικά τυπική νομοθεσία όπως αυτή του Rechtsstaat ή του Rule of law,θα επιτρέψει την εξάλειψη, την απορρόφηση των συγκεντρωτικών τάσεων, οι οποίες είναι όντως εγγενείς στην καπιταλιστική κοινωνία  και όχι στη λογική του κεφαλαίου.
Θα επιτρέψει τη διατήρηση της λογικής του κεφαλαίου στην καθαρότητα της, συνεπώς θα επιτρέψει να λειτουργήσει μια αγορά κυριολεκτικά ανταγωνιστική, που δεν κινδυνεύει να εκτραπεί στα μονοπωλιακά φαινόμενα, στα φαινόμενα ενίσχυσης της κεντρικής εξουσίας τα οποία διαπιστώνουμε στη νεωτερική κοινωνία. Επομένως, έτσι μπορούμε να προσαρμόσουμε αμοιβαία μια οικονομία ανταγωνιστικού τύπου και μια θεσμική πρακτική της οποίας τη σημασία είχαν δείξει τα μείζονα έργα των μεγάλων θεωρητικών ή κοινωνιολόγων της οικονομίας, όπως ο Βέμπερ.
Επομένως, δίκαιο, θεσμικό πεδίο καθορισμένο από τον καθαρά τυπικό χαρακτήρα των παρεμβάσεων της δημόσιας ισχύος και ανάπτυξη  μιας οικονομίας της οποίας η διαδικασία θα είναι συντονισμένη με τον αμιγή ανταγωνισμό. Αυτά αποτελούν για τους ορντοφιλελεύθερους τη σύγχρονη ιστορική ευκαιρία του φιλελευθερισμού και αποτέλεσε ακριβώς τον σκελετό της σύγχρονης γερμανικής πολιτικής. Όπως και το γερμανικό μοντέλο δεν είναι το Αστυνομικό Κράτος, αλλά το Κράτος δικαίου.
Προσπά­θησα να σας δείξω πώς αυτό το γερμανικό μοντέλο μπόρεσε να διαδοθεί,αφενός στη σύγχρονη γαλλική οικονομική πολιτική, και αφετέρου σε κάποια προβλήματα, θεωρίες και φιλελεύθερες ουτοπίες, όπως τις βλέπουμε να ανα­πτύσσονται στις Ηνωμένες Πολιτείες.