Η ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΕΛΕΥθΕΡΙΑ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΑΦΡΙΚΗΣ

 

«Συµφιλίωση σηµαίνει ότι όσοι βρίσκονται

στο περιθώριο της ιστορίας πρέπει να δουν

πως υπάρχει µια ποιοτική διαφορά ανάμεσα

στην καταπίεση και στην ελευθερία. Και

για αυτούς η ελευθερία μεταφράζεται στο

να έχουν καθαρό νερό, να έχουν ηλεκτρισµό,

να µπορούν να ζουν σε ένα αξιοπρεπές

σπίτι και να έχουν µια καλή δουλειά, να

µπορούν να στέλνουν τα παιδιά τους στο

σχολείο και να έχουν ιατροφαρµακευτική

περίθαλψη. Εννοώ, τι νόηµα έχει να γίνει

αυτή η µετάβαση, αν δεν αυξηθεί και δε

βελτιωθεί η ποιότητα της ζωής αυτών των

ανθρώπων; Αν δε συµβεί αυτό, τότε η ψήφος

είναι άχρηστη».

 –Αρχιεπίσκοπος Ντέσµον Τούτου,

πρόεδρος της Νοτιοαφρικανικής Επιτροπής

για την Αλήθεια και τη Συµφιλίωση, 2001

«Πριν µεταβιβάσει την εξουσία,

το Εθνικιστικό Κόµµα θέλει να την

ευνουχίσει. Προσπαθεί να διαπραγµατευτεί

ένα είδος ανταλλαγής στο πλαίσιο της

οποίας θα αποποιηθεί το δικαίωµα να κυβερνά

τη χώρα όπως αυτό θέλει µε αντάλλαγμα

το δικαίωµα να εµποδίζει τους µαύρους να

την κυβερνούν όπως θέλουν εκείνοι».

Άλιστερ Σπαρκς, Νοτιοαφρικανός δημοσιογράφος«

Tον Ιανουάριο του 1990 ο Νέλσον Μαντέλα, σε ηλικία εβδοµήντα ενός ετών, έγραψε µέσα από το κελί του ένα σηµείωµα προς τους υποστηρικτές του. Σκοπός του σηµειώµατος ήταν να απαντηθεί το ερώτηµα αν τα είκοσι εφτά χρόνια πίσω από τα κάγκελα, τα περισσότερα από τα οποία στο νησί Ρόµπεν στα ανοιχτά του Κέιπ Τάουν, είχαν εξασθενίσει την προσήλωσή του στον οικονοµικό µετασχηµατισµό του κράτους του απαρτχάιντ. Το σηµείωµα αποτελούνταν από δύο προτάσεις και διευθετούσε οριστικά το ζήτηµα: «Η εθνικοποίηση των ορυχείων, των τραπεζών και των µονοπωλιακών βιομηχανιών είναι η πολιτική του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου και η αλλαγή ή η τροποποίηση των απόψεών µας είναι αδιανόητη. Η οικονοµική πρωτοβουλία του µαύρου πληθυσµού είναι ένας στόχος που τον υποστηρίζουµε και τον ενθαρρύνουµε µε όλες µας τις δυνάµεις, όµως στην παρούσα κατάσταση είναι αναπόφευκτος ο κρατικός έλεγχος ορισµένων τοµέων της οικονοµίας».

Όπως αποδείχτηκε, η ιστορία δεν είχε ακόµα τελειώσει, όπως ισχυριζόταν ο Φουκουγιάµα. Στη Νότια Αφρική, τη χώρα µε τη µεγαλύτερη οικονοµία στην αφρικανική ήπειρο, όλα έδειχναν ότι οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να πιστεύουν πως η έννοια της ελευθερίας συµπεριλαµβάνει το δικαίωµα της ανάκτησης και της αναδιανοµής όσων είχαν κερδίσει παράνοµα οι καταπιεστές τους.

Η πεποίθηση αυτή αποτελούσε τη βάση της πολιτικής του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου για τριάντα πέντε χρόνια, από τότε που διατύπωσε τις βασικές αρχές του στο Χάρτη της Ελευθερίας. Η ιστορία του Χάρτη της Eλευθερίας έχει αποκτήσει διαστάσεις θρύλου στη Νότια Αφρική. Η διαδικασία  ένταξής του ξεκίνησε το 1955, όταν το κόµµα έστειλε πενήντα χιλιάδες εθελοντές στις πόλεις και στην ύπαιθρο για να συγκεντρώσουν τα «αιτήµατα για ελευθέρια» του λαού, συνθέτοντας το όραµά του για έναν κόσµο µετά το απαρτχάιντ, στον οποίο όλοι οι Νοτιοαφρικανοί θα είχαν ίσα δικαιώµατα. Τα αιτήµατα καταγράφτηκαν σε αποκόµµατα χαρτιού: «Να δοθεί γη σε όλους τους ακτήµονες», «Μισθοί µε τους οποίους να µπορείς να ζήσεις και λιγότερες ώρες εργασίας», «Ελεύθερη και υποχρεωτική εκπαίδευση, ανεξαρτήτως xρώµατος φυλής ή εθνικότητας», «Το δικαίωµα να κατοικείς όπου θέλεις και να µετακινείσαι ελεύθερα» και πολλά ακόµα. Όταν οι εθελοντές επέστρεψαν µετα rα· αιτήµατα, οι ηγέτες του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου τα συνέθεσαν σε ένα τελικό κείµενο, το οποίο υιοθετήθηκε επίσηµα στις 26 Ιουνίου 1955 στο Κογκρέσο του Λαού που πραγµατοποιήθηκε στο Κέιπταουν, µια πόλη για µη λευκούς η οποία λειτουργούσε ως «ουδέτερη ζώνη» που προστάτευε τους λευκά κατοίκους του Γιοχάνεσµπουργκ από τις τεράστιες µάζες του Σοβέτο. Σxεδόν τρεις χιλιάδες αντιπρόσωποι, µαύροι, Ινδοί, «έγχρωµοι» και λίγοι λευκοί, συγκενρώθηκαν σε ένα λιβάδι για να ψηφίσουν το περιεχόµενο του κειµένου. Σύµφωνα µε την αφήγηση του Νέλσον Μαντέλα για την ιστορική συνάντηση στο Κέϊπταουν, «ο χάρτης διαβάστηκε µεγαλόφωνα, κεφάλαιο προς κεφάλαιο, σια αγγλικά, στα σεσότο και στα ξόζα. Ύστερα από κάθε κεφάλαιο το πλήθος το ενέκρινε φωνάζοντας «Άφρικα!» και «Μαγιµπούγε*!».  Το πρώτο και πιο προκλητικό αίτηµα στο Χάρτη της Ελευθερίας ήταν: «Ο λαός θα κυβερνήσει!».

Στα µέσα της δεκαετίας του 1950 το όνειρο αυτό απείχε δεκαετίες από την εκπλήρωσή του. Τη δεύτερη µέρα της συνεδρίασης του Κογκρέσου η συγκέντρωση διαλύθηκε βίαια από την αστυνοµία, η οποία ισχυρίστηκε ότι οι αντιπρόσωποι ήταν συνωµότες και προδότες.

Για τρεις δεκαετίες η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής, που ελεγχόταν από τους λευκούς Αφρικάνερ και τους Βρετανούς, απαγόρευε τη νόµιµη λειτουργία του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου και των υπόλοιπων κοµµάτων που επεδίωκαν να βάλουν τέλος στο απαρτχάιντ. Σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου έντονης καταστολής ο Χάρτης της Ελευθερίας κυκλοφορούσε παράvoµα από χέρι σε χέρι, χωρίς να µειώνεται η δύναµή του να διατηρεί ζωντανή την ελπίδα και την αντίσταση. Τη δεκαετία του 1980 µια νέα γενιά αγωνιστών, που αναδύθηκε στις πόλεις για µη λευκούς, πήρε τη σκυτάλη. Εφοδιασµένοι µε υποµονή και αποφασισµένοι να κάνουν τα πάντα για να αποτινάξουν την κυριαρχία των λευκών, οι νεαροί αυτοί ριζοσπάστες κατέπληξαν τους γονείς τους µε το θάρρος τους. Κατέκλυσαν τους δρόµους χωρίς αυταπάτες, φωνάζοντας: «Δε θα µας σταµατήσουν ούτε τα δακρυγόνα ούτε οι σφαίρες». Η µια σφαγή διαδεχόταν την άλλη, έθαβαν τους φίλους τους και συνέχιζαν να διαδηλώνουν. Όταν τους ρωτούσαν ενάντια σε τι αγωνίζονταν, απαντούσαν: «Ενάντια στο απαρτχάιντ» ή «Ενάντια στο ρατσισµό». Κι όταν τους ρωτούσαν τι επεδίωκαν, πολλοί απαντούσαν: «ελευθερία» και, συχνά, «το Χάρτη της Ελευθερίας» ___________________________________________________________________

*Στον αγώνα εναντίον του απαρτχάιντ η κραυγή «Μayibuye!» σύντοµα έγινε ένα από τα εμβληματικά συνθήµατα, µε τα οποία ξεκινούσαν πολλές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις διαµαρτυρίας. Η λέξη σηµαίνει, στην κυριολεξία, «Επιστροφή!» και αποτελεί µια κραυγή για αποκατάσπαση του πολιτισµού και ανάκτηση της εξουσίας στη Νότια Αφρική. Το όνοµα αυτό δόθηκε και στο επίσηµο έντυπο του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, που κυκλοφορούσε από το 1991 µέχρι το 1998. Επίσης, την ίδια ονοµασία φέρει ένα πρόγραµµα δηµιουργικών δραστηριοτήτων που έχει σκοπό να κρατήσει τη νεολαία της Νότιας Αφρικής µακριά από τους δρόµους, τις εγκληµατικές δραστηριότητες των συµµοριών και τα ναρκωτικά. (Σ.τ.Ε.)

_____________________________________________________________________

Ο Χάρτης διακήρυσσε το δικαίωµα στην εργασία, στην αξιοπρεπή στέγαση, στην ελευθερία του λόγου και -το πιο ριζοσπαστικό από όλα τα αιτήµατα-την αναδιανομή του πλούτου της πιο πλούσιας χώρας της Αφρικής, που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, και το μεγαλύτερο χρυσωρυχείο του πλανήτη. «Ο εθνικός πλούτος της χώρας μας, η κληρονομιά των Νοτιοαφρικανών, θα επιστραφεί στο λαό. Η ιδιοκτησία του ορυκτού πλούτου του υπεδάφους, των τραπεζών’ και των μονοπωλιακών βιομηχανιών πρέπει να μεταβιβαστεί στο λαό. Κάθε άλλη παραγωγική δραστηριότητα και το εμπόριο πρέπει να ελέγχονται ώστε να συμβάλλουν στην ευημερία του λαού», διακήρυττε ο Χάρτης». Όταν συντάχτηκε ο Χάρτης της Ελευθερίας, κάποια μέλη του απελευθερωτικού κινήματος θεώρησαν ότι αποτελούσε ένα κεντρώο, μετριοπαθές κείμενο, ενώ κάποια άλλα το βρήκαν ασυγχώρητα άτολμο. Οι Παναφρικανιστές επέκριναν το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο επειδή παραχωρούσε πάρα πολλά στους λευκούς αποικιοκράτες. (Για ποιο λόγο έπρεπε η Νότια Αφρική να ανήκει «σε κάθε μαύρο και λευκό»; ρωτούσαν. Αντίθετα, το μανιφέστο θα έπρεπε να απαιτεί, όπως έκανε ο Τζαμαϊκανός μαύρος εθνικιστής Μάρκους Γκάρβεϊ, να ανήκει «η Αφρική στους Αφρικανούς».) Οι σκληροπυρηνικοί μαρξιστές απέρριπταν τα αιτήματα ως «μικροαστικά»: Δεν ήταν επαναστατική πράξη η κατανομή της ιδιοκτησίας της γης σε όλους τους ανθρώπους ο Λένιν είχε πει ότι η ατομική ιδιοκτησία έπρεπε να καταργηθεί.

Ωστόσο όλες οι φράξιες του απελευθερωτικού κινήματος θεωρούσαν δεδομένο ότι το απαρτχάιντ δεν ήταν μόνο ένα πολιτικό σύστημα που ρύθμιζε ποιός είχε το δικαίωμα να ψηφίζει και να μετακινείται ελεύθερα. Ήταν επίσης και ένα οικονομικό σύστημα, που χρησιμοποιούσε το ρατσισμό για να επιβάλλει μια επικερδή διευθέτηση: Η μικρή ελίτ των λευκών μπορούσε να συσσωρεύει τεράστια κέρδη από τα ορυχεία, τα αγροκτήματα και τα εργοστάσια της Νότιοι Αφρικής επειδή η μεγάλη πλειονότητα των μαύρων δεν μπορούσαν να έχον γη και ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν την εργασία τους για πολύ μικρότερο αντίτιμο από όσο άξιζε ενώ ξυλοκοπούνταν και φυλακίζονταν όταν τολμούσαν να εξεγερθούν. Οι μισθοί των λευκών στα ορυχεία ήταν δεκαπλάσιοι από εκείνους των μαύρων και, όπως και στη Λατινική Αμερική, οι βιομήχανοι συνεργάζονταν στενά με το στρατό για τον αφανισμό των ανυπότακτων εργατών.

Σήµερα η χώρα είναι πλέον µια ζωντανή απόδειξη του τι συµβαίνει όταν η οικονοµική µεταρρύθµιση αποµονώνεται από τον πολιτικό µετασχηµατισµό.

Ο Χάρτης της Ελευθερίας επιβεβαίωνε το βασικό σημείο στο οποίο συναινούσαν όλες οι φράξιες του απελευθερωτικού κινήματος: Για να υπάρξει ελευθερία, δεν αρκούσε να αποκτήσουν οι μαύροι τον έλεγχο του κράτους, αλλά έπρεπε να επιστραφεί και να αναδιανεμηθεί σε ολόκληρη την κοινωνία ο εθνικός πλούτος, που τον σφετερίζονταν οι λευκοί. Η Νότια Αφρική δεν μπορούσε πλέον να είναι µια χώρα µε επίπεδο ζωής αντίστοιχο µε της Καλιφόρνια για τους λευκούς και αντίστοιχο µε του Κονγκό για τους µαύρους, όπως λεγόταν χαρακτηριστικά για τη χώρα στα χρόνια του απαρτχάιντ. Ελευθερία σήµαινε ότι έπρεπε να βρεθεί µια µέση οδός.

Αυτό ακριβώς επιβεβαίωνε ο Μαντέλα µε το σημείωμα του από τη φυλακή: Εζακολουθούσε, σε τελική ανάλυση, να πιστεύει ότι δεν µπορούσε να υπάρξει ελευθερία χωρίς αναδιανοµή του πλούτου. Καθώς πάρα πολλές χώρες βρίσκονταν επίσης σε «µεταβατικό στάδιο», η δήλωσή του θα µπορούσε να έχει τεράστιες επιπτώσεις. Αν ο Μαντέλα οδηγούσε το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο στην εξουσία και εθνικοποιούσε τις τράπεζες και τα ορυχεία, θα δηµιουργούνταν ένα προηγούµενο που θα δυσκόλευε τους οικονοµολόγους της Σχολής του Σικάγου τόσο να απορρίπτουν παρόµοιες προτάσεις σε άλλες χώρες ως «απολιθώµατα του παρελθόντος» όσο και να επιµένουν ότι µόνο οι αχαλίνωτες αγορές και το ελεύθερο εµπόριο µπορούν να διορθώσουν τις βαθιές ανισότητες.

Στις 11 Φεβρουαρίου 1990, δύο βδοµάδες αφότου έγραψε το σηµείωµα, ο Μαντέλα αποφυλακίστηκε, όντας ο,τι πιο κοντινό σε έναν εν ζωή άγιο υπήρχε σε ολόκληρο τον κόσµο. Οι κάτοικοι των πόλεων για µη λευκούς ξέσπασαν σε πανηγυρισµούς και αναθερµάνθηκε η πίστη τους ότι τίποτα δεν µπορούσε να σταµατήσει τον αγώνα τους για ελευθερία. Σε αντίθεση µε τα κινήµατα στην Ανατολική Ευρώπη, το απελευθερωτικό κίνηµα της Νότιας Αφρικής δεν ηττήθηκε, αλλά νίκησε. Όσο για τον Μαντέλα, ήταν τόσο µεγάλο το πολιτισµικό σοκ που βίωσε έπειτα από τόσα χρόνια φυλάκισης, ώστε πήρε µια κάµερα µε ενσωµατωµένο µικρόφωνο για «ένα ολοκαίνουριο όπλο που είχε εξελιχτεί όσο ήµουν στη φυλακή».

Ο κόσµος ήταν εντελώς διαφορετικός από ό,τι είκοσι εφτά χρόνια πριν. Όταν ο Μαντέλα συνελήφθη το 1962, ένα κύµα τριτοκοσµικού εθνικισµού σάρωνε την Αφρική. Τώρα πια η ήπειρος σπαρασσόταν από πολέµους. Ενόσω ο Μαντέλα βρισκόταν στη φυλακή, είχαν πραγματοποιηθεί και είχαν καταπνιγεί σοσιαλιστικές επαναστάσεις σε ολόκληρο τον κόσµο: Ο Τσε Γκεβάρα είχε δολοφονηθεί στη Βολιβία το 1967,· ο Αλιέντε είχε πεθάνει το 1973, ο ήρωας του απελευθερωτικού αγώνα και Πρόεδρος της Μοζαµβίκης Σαµόρα Μασέλ είχε πεθάνει σε ένα µυστηριώδες αεροπορικό δυστύχηµα το 1986. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, έγινε η σφαγή στην πλατεία Τιενανµέν και κατέρρευσε ο κομουνισµός. Μέσα στον κυκεώνα όλων αυτών των αλλαγών, ο Μαντέλα είχε ελάχιστο χρόνο για να προσαρµοστεί στην καινούρια πραγµατικότητα: Αµέσως µετά την αποφυλάκισή του έπρεπε να οδηγήσει ένα λαό στην ελευθερία, αλλά και να αποτρέψει έναν εµφύλιο πόλεµο και µια οικονοµική κατάρρευση δύο εξελίξεις που έµοιαζαν εξαιρετικά πιθανές.

Aν υπήρχε ένας τρίτος δρόµος ανάµεσα στον κοµουνισµό και στον καπιταλισµό, ένας τρόπος εκδηµοκρατισµού της χώρας και, ταυτόχρονα, αναδιανομής του πλούτου, η Νότια Αφρική υπό το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο έμοιαζε να έχει µια µοναδική ευκαιρία για να µετατρέψει αυτό το όνειρο σε πραγµατικότητα, όχι µόνο εξαιτίας του παγκόσµιου θαυµασµού και της υποστήριξης προς τον Μαντέλα, αλλά και εξαιτίας του ιδιαίτερου τρόπου µε τον οποίο είχε διεξαχθεί ο αγώνας εναντίον του απαρτχάιντ τα προηγούµενα χρόνια. Τη δεκαετία του 1980 ο αγώνας εναντίον του απαρτχάιντ είχε µετατραπεί σε ένα πραγµατικά παγκόσµιο µαζικό κίνηµα, και εκτός Νότιας Αφρικής το πιο αποτελεσµατικό όπλο των ακτιβιστών ήταν το µποϊκοτάζ τόσο των νοτιοαφρικανικών προϊόντων όσο και των προϊόντων των πολυεθνικών εταιρειών που είχαν δοσοληψίες µε το κράτος του απαρτχάιντ. Ο σκοπός της στρατηγικής του µποϊκοτάζ ήταν να ασκηθεί τόσο µεγάλη πίεση στις εταιρείες, ώστε να αναγκάσουν τη νοτιοαφρικανική κυβέρνηση να καταργήσει το απαρτχάιντ. Υπήρχε όµως και µια ηθική συνιστώσα στην εκστρατεία του µποϊκοτάζ: Πολλοί καταναλωτές πίστευαν ότι οι εταιρείες που αποκόµιζαν κέρδη από το καθεστώς της λευκής κυριαρχίας έπρεπε να δεχτούν ένα οικονοµικό πλήγµα.

Η παγκόσµια αυτή υποστήριξη πρόσφερε στο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο µια µοναδική ευκαιρία να απορρίψει τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. Κοθώς ήταν ευρέως αποδεκτό ότι οι εταιρείες ήταν συνυπεύθυνες για τα εγκλήµατα του απαρτχάιντ, ο Μαντέλα είχε τη δυνατότητα να εξηγήσει για ποιο λόγο κοµβικοί τοµείς της οικονοµίας της Νότιας Αφρικής έπρεπε να εθνικοποιηθούν, όπως ακριβώς απαιτούσε ο Χάρτης της Ελευθερίας. Μπορούσε επίσης να χρησιµοποιήσει το ίδιο επιχείρηµα προκειµένου να εξηγήσει για ποιο λόγο το χρέος που είχε συσσωρευτεί επί απαρτχάιντ ήταν ένα παράλογο βάρος για µια νέα, εκλεγµένη από το λαό κυβέρνηση. Μια τέτοια απείθαρχη συµπεριφορά θα προκαλούσε την οργή του ΔΝΤ, του Υπουργείου Οικονοµικών των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όµως ο Μαντέλα ήταν ένας εν ζωή άγιος και, επιπλέον, απολάµβανε µια τεράστια λαϊκή υποστήριξη.

Δε θα µάθουµε ποτέ ποια από αυτές τις δυνάµεις θα αποδεικνυόταν η πιο ισχυρή. Στα χρόνια που µεσολάβησαν από τότε που ο Μαντέλα έγραψε το σηµείωµα από το κελί του µέχρι τη σαρωτική νίκη του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου στις εκλογές του 1994, στις οποίες εξελέγη Πρόεδρος της χώρας, συνέβη κάτι που έπεισε την κοµµατική ιεραρχία ότι δεν µπορούσε να χρησιµοποιήσει το κύρος της για να επιβάλει την επιστροφή και την αναδιανοµή του κλεµµένου πλούτου. Αντί, λοιπόν, να οδηγήσει τη χώρα σε ένα σηµείο κάπου ανάµεσα στην Καλιφόρνια και στο Κονγκό, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο υιοθέτησε πολιτικές που αύξησαν τις ανισότητες και την εγκληµατικότητα σε τόσο µεγάλο βαθµό, ώστε το χάσµα των διαφορών στη Νότια Αφρική να προσεγγίζει πια περισσότερο αυτό ανάµεσα στο Μπέβερλι Χιλς και στη Βαγδάτη. Σήµερα η χώρα είναι πλέον µια ζωντανή απόδειξη του τι συµβαίνει όταν η οικονοµική µεταρρύθµιση αποµονώνεται από τον πολιτικό µετασχηµατισµό. Στο επίπεδο της πολιτικής, ο λαός έχει το δικαίωµα να ψηφίζει, υπάρχει προσωπική ελευθερία και κυβερνά η πλειοψηφία. Όµως, σε επίπεδο οικονοµίας, η Νότια Αφρική έχει ξεπεράσει τη Βραζιλία ως η κοινωνία µε τις µεγαλύτερες ανισότητες σε ολόκληρο τον κόσµο.

Το 2005 πήγα στη Νότια Αφρική για να προσπαθήσω να καταλάβω τι συνέβη κατά το µεταβατικό στάδιο, τα κοµβικά χρόνια ανάµεσα στο 1990 και το 1994, µε αποτέλεσµα ο Μαντέλα να ακολουθήσει το δρόµο τον οποίο είχε απερίφραστα απορρίψει ως «αδιανόητο». Το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο ξεκίνησε διαπραγµατεύσεις µε το κυβερνών Εθνικό Κόµµα αποφασισµένο να αποφύγει έναν εφιάλτη σαν εκείνον που βίωσε η γειτονική Μοζαµβίκη όταν το κίνηµα της ανεξαρτησίας έβαλε τέλος στην πορτογαλική αποικιοκρατική εξουσία το 1975. Όταν έφυγαν, οι Πορτογάλοι άφησαν πίσω τους καµένη γη εν είδει αντιποίνων: Έριξαν τσιµέντο στα φρεάτια των ανελκυστήρων, κατέστρεψαν τα τρακτέρ και άρπαξαν από τη χώρα οτιδήποτε µπορούσαν να µεταφέρουν. Προς τιµήν του, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο διαπραγµατεύτηκε µια σχετικά ειρηνική παράδοση της εξουσίας. Ωστόσο δεν κατάφερε να αποτρέψει αυτούς που κυβερνούσαν τη Νότια Αφρική τα χρόνια του απαρτχάιντ να σπείρουν το χάος ενώ έφευγαν. Σε αντίθεση µε τους οµολόγους του στη Μοζαµβίκη, το Εθνικό Κόµµα δεν έριξε τσιµέντο στα φρεάτια των ανελκυστήρων: Το σαµποτάζ του, εξίσου παραλυτικό αλλά πολύ πιο ύπουλο, εκδηλώθηκε στα ψιλά γράµµατα αυτών των ιστορικών διαπραγµατεύσεων.

Οι επιµέρους συνοµιλίες για τον τερµατισµό του απαρτχάιντ αφορούσαν δύο διαφορετικά επίπεδα, που συχνά αλληλεπικαλύπτονταν: το ένα ήταν το πολιτικό και το άλλο το οικονοµικό. Όπως ήταν φυσικό, το ενδιαφέρον εστιάστηκε στις πολιτικές συνοµιλίες κορυφής ανάµεσα στον Νέλσον Μαντέλα και στον Φρέντερικ ντε Κλερκ, τον ηγέτη του Εθνικού Κόµµατος.

H στρατηγική του Ντε Κλερκ στις διαπραγµατεύσεις απέβλεπε στη διατήρηση όσο µεγαλύτερης ισχύος µπορούσε. Δοκίµασε τα πάντα: την πρόταση για οµοσπονδιοποίηση της χώρας, την παραχώρηση του δικαιώµατος βέτο στα µειονοτικά κόµµατα, την επιβολή πoσόστωσης στα κρατικά αξιώµατα για κάθε εθνική οµάδα, οτιδήποτε προκειµένου να αποτρέψει την κυριαρχία της πλειοψηφίας, καθώς ήταν βέβαιος ότι µια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε µαζικές απαλλοτριώσεις γης και στην εθνικοποίηση των ιδιωτικών εταιρειών. Όπως θα δήλωνε αργότερα ο Μαντέλα, «αυτό που προσπαθούσε να κάνει το Εθνικό Κόµµα ήταν να διατηρήσει την κυριαρχία των λευκών µε τη συγκατάθεσή µας». Ο Ντε Κλερκ είχε στη διάθεσή του όπλα και χρήµα, όµως οι αντίπαλοί του είχαν ένα κίνηµα εκατοµµυρίων ανθρώπων. Ο Μαντέλα και ο κυριότερος διαπραγµατευτής του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, ο Σίριλ Ραµαπόζα, επέβαλαν τις απόψεις τους σε όλα σχεδόν τα ζητήµατα.

Παράλληλα µε τις συνοµιλίες κορυφής διεξάγονταν οι πολύ λιγότερο προβεβληµένες διαπραγµατεύσεις για το ζήτηµα της οικονοµίας, µε βασικό εκπρόσωπο του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου τον Τάµπο Μπέκι, που τότε ήταν το ανερχόµενο αστέρι του κόµµατος και µετέπειτα ο Πρόεδρος της Νότιας Αφρικής. Καθώς η εξέλιξη των διαπραγµατεύσεων καθιστούσε προφανές ότι πολύ σύντοµα το κοινοβούλιο θα βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, το κόµµα των ελίτ της Νότιας Αφρικής έστρεψε την ενεργητικότητα και τη δημιουργικότητα του στις οικονοµικές διαπραγµατεύσεις. Οι λευκοί της Νότιας Αφρικής είχαν αποτύχει να εµποδίσουν, τους µαύρους να καταλάβουν την εξουσία, όµως δεν ήταν έτοιµοι να καταθέσουν εύκολα τα όπλα σε ό,τι αφορούσε τη διατήρηση του πλούτου που είχαν συσσωρεύσει κατά τη διάρκεια του απαρτχάιντ.

Στη διάρκεια αυτών των συνοµιλιών η κυβέρνηση του Ντε Κλερκ ακολούθησε µια διττή στρατηγική: Πρώτα απ’ όλα, επικαλούµενη τη «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», που πρέσβευε ότι υπήρχε µόνο ένας δρόµος στην οικονοµία, παρουσίασε κοµβικής σηµασίας οικονοµικές αποφάσεις, όπως για το ελεύθερο εµπόριο ή για την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, ως «τεχνικού» ή «διοικητικού» χαρακτήρα. Δεύτερον, χρησιµοποίησε ένα ευρύ φάσµα νέων πολιτικών εργαλείων (διεθνείς εµπορικές συµφωνίες, αναθεωρήσεις του συντάγματος της χώρας και προγράµµατα διαρθρωτικών προσαρµογών) για να παραδοθεί ο έλεγχος αυτών των τοµέων σε δήθεν ανεξάρτητους ειδικούς, οικονοµολόγους και αξιωµατούχους του ΔΝΤ, της Παγκόσµιας Τράπεζας, της Γενικής Συµφωνίας Δασµών και Εµπορίου (General Agreement οn Tariffs and Trade GΑΤΤ) και του Εθνικού Κόµµατος εν ολίγοις, σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από τους αγωνιστές του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου που είχαν πρωτοστατήσει στον απελευθερωτικό αγώνα. Ήταν µια στρατηγική «βαλκανιοποίησης» όχι της γεωγραφίας της χώρας (όπως είχε αρχικά προσπαθήσει να κάνει ο Ντε Κλερκ) αλλά της οικονοµίας της.

Το σχέδιο υλοποιήθηκε µε επιτυχία κάτω από τη µύτη των ηγετών του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, οι οποίοι, όπως ήταν φυσικό, ενδιαφέρονταν πρωτίστως να κερδίσουν τη µάχη για τον έλεγχο του κοινοβουλίου. Ωστόσο το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο απέτυχε να προστατευτεί από µια πολύ πιο δόλια στρατηγική, ένα πολύπλοκο σχέδιο που στην ουσία εµπόδιζε να µετατραπούν σε νόµους οι διατάξεις του Χάρτη της Ελευθερίας. Το «Ο λαός θα κυβερνήσει!» θα γινόταν σύντοµα πραγµατικότητα, όµως το εύρος της κυβερνητικής εξουσίας του συρρικνωνόταν γρήγορα.

Ενώ διεξάγονταν αυτές οι έντονες διαπραγµατεύσεις, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο προετοιµαζόταν για τη µέρα που θα αναλάµβανε τη διακυβέρνηση της χώρας. Συγκροτήθηκαν οµάδες εργασίας από οικονοµολόγους και δικηγόρους του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, οι οποίες επιφορτίστηκαν µε το καθήκον να βρουν µε ποιους τρόπους οι γενικές υποσχέσεις του Χάρτη της Ελευθερίας (όπως για καλύτερη στέγαση και ιατροφαρµακευτική περίθαλψη) θα µπορούσαν να µετατραπούν σε εφαρµόσιµες πολιτικές. Το πιο φιλόδοξο από αυτά τα σχέδια ήταν το «Κάντε τη Δηµοκρατία να Λειτουργήσει», ένα οικονοµικό πρόγραµµα για το µετά το απαρτχάιντ µέλλον της Νότιας Αφρικής, το οποίο συντάχθηκε ενόσω ακόµα διεξάγονταν οι διαπραγµατεύσεις. Αυτό που δε γνώριζαν όσα µέλη του κόµµατος παρέµεναν πιστά στο Χάρτη της Ελευθερίας ήταν ότι, ενώ οι ίδιοι επεξεργάζονταν τα φιλόδοξα σχέδιά τους, η οµάδα των διαπραγµατευτών έκανε παραχωρήσεις που θα καθιστούσαν πρακτικά αδύνατη την υλοποίησή τους. «Ηταν νεκρό πριν καν αρχίσει η εφαρµογή του», µου είπε ο οικονοµολόγος Βισνού Πανταγιάτσι για το «Κάντε τη Δημοκρατία να Λειτουργήσει». Όταν ολοκληρώθηκε η σύνταξη του σχεδίου, «οι όροι του παιχνιδιού είχαν αλλάξει».

Καθώς ο Πανταγιάτσι ήταν ένας από τους ελάχιστους οικονοµολόγους του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, του ανατέθηκε ένας ηγετικός ρόλος στο πλαίσιο τού «Κάντε τη Δηµοκρατία να Λειτουργήσει» «Επρεπε να τα βγάλω πέρα µε τους αριθµούς», όπως µου είπε). Οι περισσότεροι από όσους παρευρίσκονταν σε αυτές τις πολύωρες πολιτικές συνεδριάσεις κατείχαν υψηλά αξιώµατα στην κυβέρνηση του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, όχι όµως και ο Πανταγιάτσι. Είχε απορρίψει όσες προτάσεις του είχαν γίνει για να αναλάβει κάποιο κρατικό αξίωµα, προτιµώντας να συνεχίσει την ακαδηµαϊκή σταδιαδροµία του στο Ντέρµπαν, όπου διδάσκει, γράφει και είναι ιδιοκτήτης του Βιβλιοπωλείου του Άικ που ονοµάστηκε έτσι προς τιµήν του Άικ Μάγετ, του πρώτου µη λευκού βιβλιοπώλη στη Νότια Αφρική. Ήταν εκεί, ανάµεσα σε καλοδιατηρηµένα εξαντληµένα βιβλία για την ιστορία της Αφρικής, που συναντηθήκαµε για να συζητήσουµε για τη µετάβαση.

«Δε µας άφησαν ποτέ ελεύθερους. Απλώς έβγαλαν την αλυσίδα από το λαιµό µας και την έβαλαν στους αστραγάλους µας»,

(…)Στις νέες κυβερνήσεις δίνονται τα κλειδιά του σπιτιού, όχι όµως και ο συνδυασµός του χρηµατοκιβωτίου.

Ο Πανταγιάτσι εντάχθηκε στον απελευθερωτικό αγώνα τη δεκαετία του 1970 ως σύµβουλος του νοτιοαφρικανικού συνδικαλιστικού κινήµατος. «’Ολοι είχαµε κρυµµένο το Χάρτη της Ελευθερίας στα σπίτια µας εκείνη την εποχή», θυµάται. Τον ρώτησα πότε αντιλήφθηκε ότι οι οικονοµικές υποσχέσεις δε θα υλοποιούνταν. Μου απάντησε ότι το υποψιάστηκε για πρώτη φορά το 1993, όταν ο ίδιος και ένας συνάδελφός του στην οµάδα του σχεδίου «Κάντε τη Δηµοκρατία να Λειτουργήσει» δέχτηκαν ένα τηλεφώνηµα από την οµάδα των διαπραγµατευτών, η οποία βρισκόταν στα τελευταία στάδια των συνοµιλιών µε το Εθνικό Κόµµα. Τους ζήτησαν να ετοιµάσουν µια πρόταση µε τα υπέρ και τα κατά της µετατροπής της κεντρικής τράπεζας της Νότιας Αφρικής σε έναν ανεξάρτητο οργανισµό, ο οποίος θα λειτουργούσε µε απόλυτη αυτονοµία από την εκλεγµένη κυβέρνηση και, παρεµπιπτόντως, οι διαπραγµατευτές χρειάζονταν την πρόταση µέχρι το επόµενο πρωί.

«Αιφνιδιαστήκαµε», θυµάται ο Πανταγιάτσι, ένας άντρας στα πενήντα του πλέον. Είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήµιο Τζον Χόπκινς της Βαλτιµόρης και γνώριζε ότι ακόµα και οι φιλελεύθεροι οικονοµολόγοι στις ΗΠΑ θεωρούσαν, ακραία την ιδέα της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας. Μόνο οι ιδεολόγοι της Σχολής του Σικάγου πίστευαν ότι οι κεντρικές τράπεζες έπρεπε να διοικούνται ως κυρίαρχα κράτη εν κράτει, χωρίς να παρεµβαίνουν οι εκλεγµένοι νοµοθέτες.* Για τον Πανταγιάτσι και τους συναδέλφους του, που πίστευαν ότι η νέα κυβέρνηση έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη νοµισµατική πολιτική για να επιτευχθούν «οι µεγάλοι στόχοι της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της αναδιανοµής», η πρόταση που έπρεπε να κάνει το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο ήταν αυτονόητη: «Δεν πρόκειται να υπάρξει ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα στη Νότια Αφρική».

_______________________________________________________________

* Ο Μίλτον Φρίντµαν έλεγε συχνά, αστειευόµενος, ότι, αν ήταν στο χέρι του, οι κεντρικές τράπεζες θα βασίζονταν τόσο απόλυτα στην «οικονοµική επιστήμη», ώστε θα µπορούσαν να τις διοικούν γιγάντιοι ηλεκτρονικοί υπολογιστές χωρίς να απαιτείται η παρουσία ανθρώπων». (Σ.τ.Σ.)

_______________________________________________________________

Ο Πανταγιάτσι και ο συνάδελφός του έµειναν ξάγρυπνοι όλη τη νύχτα συντάσσοντας ένα κείµενο που πρόσφερε στην οµάδα των διαπραγµατευτών τα αναγκαία επιχειρήµατα για να αντιµετωπίσει την παγίδα του Εθνικού Κόµµατος. Αν η κεντρική τράπεζα (που στη Νότια Αφρική ονοµάζεται Αποθεµατική Τράπεζα) ήταν ανεξάρτητη από την υπόλοιπη κυβέρνηση, θα µπορούσε να περιορίσει τις δυνατότητες του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου να τηρήσει τις υποσχέσεις του Χάρτη της Ελευθερίας. Εξάλλου, αν η κεντρική τράπεζα δεν ήταν υπόλογη στην κυβέρνηση του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, σε ποιον θα λογοδοτούσε; Στο ΔΝΤ; Στο Χρηµατιστήριο Αξιών του Γιοχάνεσµπουργκ; Προφανώς, το Εθνικό Κόµµα προσπαθούσε να βρει µια κερκόπορτα για να κρατηθεί στην εξουσία ακόµα και ύστερα από µια ήττα του στις εκλογές μια στρατηγική η οποία έπρεπε να αναχαιτιστεί πάση θυσία. «Το επεδίωκαν µε κάθε τρόπο», θυµάται ο Πανταγιάτσι. «Ηταν ολοφάνερο στην ατζέντα τους»

Ο Πανταγιάτσι έστειλε µε φαξ το κείµενο το επόµενο πρωί, αλλά πέρασαν βδoµάδες µέχρι να µάθει τι συνέβη. «Οταν τελικά ρωτήσαµε τι έγινε, µας απάντησαν: «Ύποχωρήσαµε στο ζήτηµα αυτό». ‘Όχι µόνο η κεντρική τράπεζα θα αποτελούσε µια αυτόνοµη οντότητα µέσα στο κράτος της Νότιας Αφρικής, µε την ανεξαρτησία της να εξασφαλίζεται από το νέο σύνταγµα, αλλά επικεφαλής της θα ήταν ο ίδιος άνθρωπος που ήταν και επί απαρτχάιντ, ο Κρις Σταλς. Όµως το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο δεν υποχώρησε µόνο στο ζήτηµα της κεντρικής τράπεζας. Μία ακόµα µείζων παραχώρηση στην οποία προέβη ήταν η παραµονή του Ντέρεκ Κιζ, του λευκού υπουργού Οικονοµικών επί απαρτχάιντ, στη θέση του όπως ακριβώς οι υπουργοί Οικονοµικών και οι επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας που είχε διορίσει η δικτατορική κυβέρνηση της Αργεντινής κατάφεραν να επιστρέψουν στις θέσεις τους επί δηµοκρατίας. Οι New York Times εκθείασαν τον Κιζ ως τον «απόστολο ενός τρόπου διακυβέρνησης της χώρας που θα περιορίσει τις δαπάνες και θα είναι φιλικός προς τις επιχειρήσεις».

Ο Πανταγιάτσι αναφέρει ότι µέχρι τότε «εξακολουθούσαµε να είµαστε αισιόδοξοι, επειδή, Θεέ µου, πραγµατοποιούσαµε έναν επαναστατικό αγώνα. Κάτι θα προέκυπτε από αυτόν». ‘Όταν έµαθε ότι η κεντρική τράπεζα και το Υπουργείο Οικονοµικών θα διοικούνταν από τους επικεφαλής τους επί απαρτχάιντ, αντιλήφθηκε ότι «τα πάντα είχαν χαθεί σε ό,τι αφορούσε τον οικονοµικό µετασχηµατισµό». ‘Όταν τον ρώτησα αν πίστευε ότι οι διαπραγµατευτές είχαν συνειδητοποιήσει πόσα πολλά είχαν παραχωρήσει, µου απάντησε έπειτα από µερικές στιγµές δισταγµού: «Ειλικρινά, όχι». Ήταν απλώς ένα παζάρεµα. «Στις διαπραγµατεύσεις πρέπει να δώσεις κάτι, και η πλευρά µας αποφάσισε να δώσει αυτά-θα σου δώσω το ένα και θα µου δώσεις το άλλο».

Σύµφωνα µε τον Πανταγιάτσι, όσα συνέβησαν δεν οφείλονταν σε προδοσία εκ µέρους των ηγετών του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, αλλά στην εξαπάτησή τους πάνω σε µια σειρά από ζητήµατα που δε φαίνονταν ιδιαίτερα σηµαντικά εκείνη την εποχή, αλλά, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, εμπόδισαν την πλήρη απελευθέρωση της Νότιας Αφρικής.

Αυτό που συνέβη στις διαπραγµατεύσεις ήταν ότι το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο παγιδεύτηκε σε ένα νέος είδος ιστού, υφασµένου από µυστηριώδεις κανόνες και ρυθµίσεις που αποσκοπούσαν στο να περιχαρακώσουν και να περιορίσουν την εξουσία των εκλεγµένων ηγετών. Ενώ ο ιστός τύλιγε τη χώρα, ελάχιστοι το πρόσεξαν. Όταν όµως η νέα κυβέρνηση ανήλθε στην εξουσία και προσπάθησε να κινηθεί ελεύθερα, προσφέροντας στους ψηφοφόρους της τα απτά οφέλη της απελευθέρωσης τα οποία προσδοκούσαν και για τα οποία την είχαν ψηφίσει, τα νήµατα του ιστού την περιέσφιξαν και ανακάλυψε ότι οι εξουσίες της ήταν περιορισµένες. Ο Πάτρικ Μποντ, που εργαζόταν ως οικονοµικός σύµβουλος στο γραφείο του Μαντέλα κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της διακυβέρνησης του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, θυµάται το ακόλουθο σαρκαστικό σχόλιο που αντάλλασσε συχνά µε τους συναδέλφους του: «Πήραµε το κράτος, αλλά πού είναι η εξουσία;». Όταν η νέα κυβέρνηση προσπάθησε να υλοποιήσει τα οράµατα του Χάρτη της Ελευθερίας, ανακάλυψε ότι η εξουσία βρισκόταν στα χέρια άλλων.

Ήθελαν να αναδιανείµουν τη γη; Ήταν αδύνατον, καθώς την τελευταία στιγµή οι διαπραγµατευτές αποδέχτηκαν ένα άρθρο στο νέο σύνταγµα που προστάτευε την ατοµική ιδιοκτησία, καθιστώντας πρακτικά αδύνατη την αγροτική µεταρρύθµιση. Ήθελαν να δηµιουργήσουν θέσεις εργασίας για εκατοµµύρια ανέργους; Δεν µπορούσαν να το κάνουν, καθώς εκατοντάδες εργοστάσια σια ήταν έτοιµα να κλείσουν επειδή το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο είχε υπογράψει τη Γενική Συµφωνία Δασµών και Εµπορίου (τον προάγγελο του Παγκόσμιου Οργανισµού Εµπορίου), η οποία απαγόρευε την κρατική επιδότηση των αυτοκινητοβιομηχανιών και των υφαντουργείων. Ήθελαν να εξασφαλίσουν τη διανοµή δωρεάν φαρµάκων για την καταπολέµηση του AIDS στις πόλεις για µη λευκούς, όπου η ασθένεια εξαπλωνόταν µε τροµακτική ταχύτητα; Μια τέτοια απόφαση παραβίαζε τα πνευµατικά δικαιώµατα ιδιοκτησίας, τα οποία προστάτευε ο Παγκόσµιος Οργανισµός Εµπορίου, όπου είχε προσχωρήσει η Νότια Αφρική, ως προέκταση της Γενικής Συµφωνίας Δασµών και Εµπορίου, µε απόφαση του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου χωρίς να γίνει δηµόσιος διάλογος. Χρειάζονταν χρήµατα για να ανεγείρουν περισσότερες και καλύτερες κατοικίες για τους φτωχούς και για να ηλεκτροδοτήσουν δωρεάν τις πόλεις για µη λευκούς; Συγνώµη, αλλά τον προϋπολογισµό ροκάνιζε το τεράστιο χρέος που είχε κληροδοτηθεί σιωπηρά από την κυβέρνηση του απαρτχάιντ. Ήθελαν να θέσουν σε κυκλοφορία περισσότερο χρήµα; Έπρεπε να έχουν τη σύµφωνη γνώµη του επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας, του ίδιου ανθρώπου που τη διοικούσε και επί απαρτχάιντ. Ήθελαν δωρεάν ύδρευση για όλους; Αδύνατον. Η Παγκόσµια Τράπεζα, µέσω της πολυάριθµης οµάδας οικονοµολόγων, ερευνητών και εκπαιδευτών που είχε στείλει στη χώρα, είχε µετατρέψει σε κανόνα τη συµµετοχή του ιδιωτικού τοµέα στις κοινωφελείς υπηρεσίες. Ήθελαν να επιβάλουν ελέγχους στις συναλλαγµατικές ισοτιµίες προκειµένου να προστατέψουν το νόµισµα της χώρας από την κερδοσκοπίες. Μια τέτοια απόφαση παραβίαζε τους όρους της συµφωνίας ύψους 850 εκατοµµυρίων δολαρίων µε το ΔΝΤ, η οποία, συµπτωµατικά, είχε υπογραφεί λίγο πριν από τις εκλογές. Ήθελαν να αυξήσουν τους µισθούς για να κλείσει το χάσµα που υπήρχε επί απαρτχάιντ; Όχι, κύριοι, καθώς η συµφωνία µε το ΔΝΤ προέβλεπε «συγκράτηση των µισθών».  Και δεν έπρεπε καν να διανοούνται ότι θα µπορούσαν να αψηφήσουν αυτούς τους περιορισµούς, επειδή η οποιαδήποτε αλλαγή θα θεωρούνταν απόδειξη επικίνδυνης εθνικής αφερεγγυότητας, έλλειψη αφοσίωσης στην εφαρµογή των «µεταρρυθµίσεων», απουσία ενός «βασισµένου σε κανόνες συστήµατος. Όλα αυτά θα µπορούσαν να οδηγήσουν στην κατάρρευση του νοµίσµατος, στη διακοπή της χορήγησης βοήθειας και στη φυγή των κεφαλαίων. Εν κατακλείδι, η Νότια Αφρική ήταν ελεύθερη αλλά ταυτόχρονα δέσµια. Όλοι αυτοί οι διεθνείς οργανισµοί µε τα ακατάληπτα ακρωνύµια δεν ήταν παρά διαφορετικά νήµατα του ιστού που ακινητοποιούσε τη νέα κυβέρνηση.

O Ρασούλ Σνάιµαν, επί πολλά έτη ακτιβιστής εναντίον του απαρτχάιντ, µου περιέγραψε την παγίδα µε ωµό τρόπο: «Δε µας άφησαν ποτέ ελεύθερους. Απλώς έβγαλαν την αλυσίδα από το λαιµό µας και την έβαλαν στους αστραγάλους µας». Η Γιασµίν Σούκα, διακεκριµένη Νοτιοαφρικανή ακτιβίστρια υπέρ των ανθρώπινων δικαιωµάτων, µου είπε για τη µετάβαση: «Οι µεγάλες επιχειρήσεις µάς δήλωσαν: «Θα κρατήσουµε τα πάντα και εσείς [το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο] θα κυβερνάτε κατ’ όνοµα. [ … ] Μπορείτε να έχετε την πολιτική εξουσία, µπορείτε φαινοµενικά να κυβερνάτε, όµως η πραγµατική διακυβέρνηση θα βρίσκεται στα χέρια άλλων».* Ήταν µια διαδικασία «βρεφοποίησης» κοινή για τις χώρες σε µεταβατικό στάδιο: Στις νέες κυβερνήσεις δίνονται τα κλειδιά του σπιτιού, όχι όµως και ο συνδυασµός του χρηµατοκιβωτίου.

Ανάµεσα στα όσα ήθελα να καταλάβω ήταν πώς, ύστερα από έναν τέτοιο επικό αγώνα για την ελευθερία, επιτράπηκε να συµβούν όλα αυτά. Όχι µόνο για ποιο λόγο οι ηγέτες του απελευθερωτικού κινήµατος υποχώρησαν στο µέτωπο της οικονοµίας, αλλά και γιατί η βάση του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, οι άνθρωποι που είχαν ήδη θυσιάσει πάρα πολλά, επέτρεψαν στους ηγέτες τους να υποχωρήσουν. Για ποιο λόγο τα απλά µέλη του κινήµατος δεν απαίτησαν να τηρήσει το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο τις υποσχέσεις του Χάρτη της Ελευθερίας και δεν εξεγέρθηκαν εναντίον των παραχωρήσεων;

________________________________________________________________

* Όπως άρµοζε, ήταν τα Παιδιά του Σικάγου στη Χιλή που εγκαινίασαν τη διαδικασία του δηµοκρατικά επικυρωµένου καπιταλισµού, ή της οικοδόµησης αυτού που αποκαλούσαν «νέα δημοκρατία». Προτού παραδώσουν την εξουσία σε µια εκλεγµένη κυβέρνηση έπειτα από δεκαεφτά χρόνια χουντικής εξουσίας, τα Παιδιά του Σικάγου ρύθµισαν το σύνταγµα και τη δικαιοσύνη έτσι ώστε να είναι νοµικά αδύνατη η κατάργηση των αντιδραστικών νόµων τους. Χρησιµοποιούσαν πολλές ονοµασίες για αυτή τη διαδικασία: οικοδόµηση µιας «τεχνοποιηµένης δηµοκρατίας-, µιας «προστατευόµενης δηµοκρατίας» ή, όπως το έθεσε ο νεαρός υπουργός του Πινοτσέτ Χοσέ Πινιέρα, διασφάλιση της «µόνωσης από την πολιτική». Ο Άλβαρο Μπαρδόν, υφυπουργός Οικονοµικών του Πινοτσέτ, εξήγησε την κλασική συλλογιστική της Σχολής του Σικάγου: «Αν δεχτούµε ότι τα οικονοµικά είναι µια επιστήµη, αυτό συνεπάγεται ότι η κυβέρνηση ή οι πολιτικές δοµές πρέπει να έχουν λιγότερη εξουσία, καθώς δεν εµπίπτει στην αρμοδιότητα τους να παίρνουν αποφάσεις για τέτοια ζητήµατα». (Σ.τ.Σ.)

________________________________________________________________

Έθεσα αυτό το ερώτηµα στον Γουίλιαµ Γκουµέντε, έναν τρίτης γενιάς ακτιβιστή του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, ο οποίος, ως ένας από τους ηγέτες του φοιτητικού κινήµατος κατά τη διάρκεια της µετάβασης, βρισκόταν στους δρόµους εκείνα τα ταραγµένα χρόνια. «Ολοι είχαν στραµµένο το βλέµμα τους στις πολιτικές διαπραγµατεύσεις», θυµάται αναφερόµενος στις συνομιλίες κορυφής ανάµεσα στον Νέλσον Μαντέλα και στον Ντε Κλερκ. «Αν ο λαός διαισθανόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, θα εκδηλώνονταν µαζικές διαµαρτυρίες. Όµως, όταν οι διαπραγµατευτές ενηµέρωναν το λαό για τα ζητήµατα της οικονοµίας, όλοι νόµιζαν ότι επρόκειτο για ένα τεχνικό θέµα. Κανείς δεν ενδιαφερόταν». Για να προσθέσει ότι ο Μπέκι ενίσχυε αυτή την αντίληψη παρουσιάζοντας τις διαπραγµατεύσεις ως ένα «διοικητικό» ζήτηµα που δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για το λαό (όπως ακριβώς έγινε και στη Χιλή µε την επινόηση του όρου «τεχνοποιηµένη δηµοκρατία»). Καταλήγοντας, µου λέει µε απόγνωση: «Δεν καταλάβαµε! Δεν καταλάβαµε τι πραγµατικά συνέβαινε».

Ο Γκουµέντε, που είναι σήµερα ένας από τους πιο αξιοσέβαστους ερευνητές-δηµοσιογράφους της Νότιας Αφρικής, µου εξοµολογήθηκε ότι έχει πλέον συνειδητοποιήσει πως σε αυτές τις «τεχνοκρατικές» συναντήσεις καθορίστηκε το µέλλον της χώρας του κάτι που ελάχιστοι είχαν συνειδητοποιήσει τότε. Όπως και πολλοί άνθρωποι µε τους οποίους συνοµίλησα, ο Γκουµέντε µου θύμισε ότι σε όλη τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου η Νότια Αφρική βρισκόταν στα πρόθυρα ενός εµφύλιου πολέµου: Στις πόλεις για µη λευκούς επικρατούσε ένα καθεστώς τροµοκρατίας από συµµορίες που τις εξόπλιζε το Εθνικό Κόµµα, η αστυνοµία εξακολουθούσε να πυροβολεί στα τυφλά, οι δολοφονίες ηγετικών στελεχών συνεχίζονταν και όλοι έλεγαν ότι η χώρα κινδύνευε να βυθιστεί σε ένα λουτρό αίµατος. «Είχα εστιάσει το ενδιαφέρον µου στις πολιτικές εξελίξεις: στη µαζική δράση, στις διαδηλώσεις στο Μπίσο [το µέρος όπου πραγµατοποιήθηκε η τελική αναµέτρηση ανάµεσα στους διαδηλωτές και στην αστυνοµία], όπου φωνάζαµε «Πρέπει να φύγουν!»» θυµάται ο Γκουµέντε. «Οµως δεν ήταν αυτή η πραγµατική σύγκρουση. Η πραγµατική σύγκρουση αφορούσε την οικονοµία. Και είµαι απογοητευµένος µε τον εαυτό µου επειδή υπήρξα τόσο αφελής. Νόµιζα ότι ήµουν αρκετά ώριµος πολιτικά για να αντιλαµβάνοµαι σωστά τα ζητήµατα. Πώς είναι δυνατόν να µην κατάλαβα;»

Έκτοτε ο Γκουµέντε προσπαθεί να αναπληρώσει το χαµένο χρόνο. Όταν συναντηθήκαµε, βρισκόταν στο επίκεντρο µιας εθνικής διαµάχης την οποία είχε πυροδοτήσει το βιβλίο του Thabo Mbeki and the Battle for the Soul of the ANC. Πρόκειται για µια λεπτοµερή αποκάλυψη του πώς ακριβώς το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο διαπραγµατεύτηκε την εκχώρηση της οικονοµικής ανεξαρτησίας της χώρας κατά τη διάρκεια των συναντήσεων για τις οποίες αδιαφορούσε εκείνη την εποχή ο Γκουµέντε επειδή ήταν πολύ απασχοληµένος µε τις πολιτικές εξελίξεις. «Εγραψα αυτό το βιβλίο γεµάτος οργή», µου είπε ο Γκουμέντε. «Οργή για τον εαυτό µου και για το κόµµα».

Είναι δύσκολο να φανταστούµε πώς θα µπορούσε να υπάρξει µια διαφορετική έκβαση. Αν ο Γκουµέντε έχει δίκιο και οι διαπραγµατευτές του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου απέτυχαν να αντιληφθούν την τεράστια σηµασία του ζητήµατος για το οποίο διαπραγµατεύονταν, πώς ήταν δυνατόν να το αντιληφθούν οι αγωνιστές του κινήµατος που µάχονταν στους δρόµους;

Κατά τη διάρκεια της καθοριστικής περιόδου της υπογραφής των συµφωνιών οι Νοτιοαφρικανοί βρίσκονταν σε µια παρατεταµένη κατάσταση κρίσης, αιωρούµενοι ανάµεσα στην αγαλλίαση του να βλέπουν ελεύθερο τον Μαντέλα και στην οργή που είχε προκαλέσει η δολοφονία του Κρις Χάνι, του νεαρού αγωνιστή που πολλοί έλπιζαν ότι θα διαδεχόταν ως ηγέτης τον Μαντέλα, από έναν ρατσιστή. Εκτός από µια δράκα οικονοµολόγων, κανείς δεν ήθελε να συζητάει για την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, ένα ανιαρό θέµα ακόµα και κάτω από κανονικές συνθήκες. Ο Γκουµέντε επισηµαίνει ότι, πολύ απλά, πολλοί άνθρωποι θεώρησαν δεδοµένο ότι οι όποιοι συµβιβασµοί γίνονταν θα µπορούσαν να ακυρωθούν όταν το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο θα εδραιωνόταν στην εξουσία. «Θα γινόµασταν κυβέρνηση, θα το διορθώναµε µετά», µου είπε ο Γκουµέντε.

Αυτό που δε συνειδητοποίησαν οι ακτιβιστές του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου ήταν ότι στις διαπραγµατεύσεις αλλοιώθηκε η ίδια η φύση της δηµοκρατίας, ότι µεταβλήθηκε σε τόσο µεγάλο βαθµό, ώστε, όταν ο ιστός των περιορισµών τύλιξε τη χώρα, δεν µπορούσε να υπάρξει µετά.

Στα πρώτα δύο χρόνια της διακυβέρνησης του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου το κόµµα προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τους περιορισµένους πόρους που διέθετε για να υλοποιήσει την υπόσχεση της αναδιανοµής του πλούτου. Αυξήθηκαν οι δηµόσιες επενδύσεις: Ανεγέρθηκαν περισσότερες από εκατό χιλιάδες κατοικίες για τους φτωχούς και εκατοµµύρια άνθρωποι απέκτησαν πρόσβαση σία δίκτυα ηλεκτροδότησης, ύδρευσης και τηλεφωνίας. Όµως επαναλήφθηκε η γνωστή ιστορία: Γονατισµένη από το χρέος και υφιστάµενη διεθνείς πιέσεις προκειµένου να ιδιωτικοποιήσει τις κοινωφελείς υπηρεσίες, η κυβέρνηση άρχισε σύντοµα να αυξάνει τις τιµές.

Έπειτα από µία δεκαετία διακυβέρνησης από το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, εκατοµµύρια άνθρωποι δεν έχουν πλέον ηλεκτρικό ρεύµα και νερό, επειδή δεν µπορούν να πληρώνουν τους λογαριασµούς.* Τουλάχιστον το 40% των νέων τηλεφωνικών γραµµών δε λειτουργούσαν το 2003. Όσο για «τα ορυχεία, τις τράπεζες και τις µονοπωλιακές βιομηχανίες-, των οποίων την εθνικοποίηση ζητούσε ο Μαντέλα, παρέµειναν στα χέρια των τεσσάρων ελεγχόμενων από λευκούς εταιρικών κολοσσών, που ελέγχουν επίσης το 80% του Χρηματιστηρίου Αξιών του Γιοχάνεσμπουργκ. Το 2005 μόνο το 4% των εισηγμένων εταιρειών ανήκαν ή ελέγχονταν από μαύρους. Το 2006 οι λευκοί εξακολουθούσαν να κατέχουν το 70% της καλλιεργήσιμης γης της Νότιας Αφρικής, παρόλο που αποτελούν μόνο το 10% του πληθυσμού. Ακόμα πιο λυπηρό είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου δαπάνησε πάρα πολύ χρόνο αρνούμενη τη σοβαρότητα της κρίσης του AIDS αντί να εξασφαλίσει φάρμακα για τους περίπου 5 εκατομμύρια ανθρώπους που είναι φορείς του ιού HIV, αν και από τις αρχές του 2007 υπάρχουν μερικά σημάδια προόδου. Το πιο εντυπωσιακό ίσως στατιστικό δεδομένο είναι το ακόλουθο: Από το 1990, το έτος αποφυλάκισης του Μαντέλα, το προσδόκιμο ζωής των Νοτιοαφρικανών μειώθηκε κατά δεκατρία χρόνια.

_______________________________________________________________

* Αποτελεί αντικείµενο έντονης διαµάχης στη Νότια Αφρική το αν ο αριθµός όσων απέκτησαν πρόσβαση στις κοινωφελείς υπηρεσίες είναι ή όχι µεγαλύτερος από τον αριθµό όσων αποκόπηκαν από αυτές. Σύµφωνα µε τα ευρήµατα µιας έγκυρης µελέτης, οι διακοπές των συνδέσεων είναι περισσότερες από τις συνδέσεις: Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι 9 εκατοµµύρια άνθρωποι απέκτησαν σύνδεση µε το δίκτυο ύδρευσης, στη δε µελέτη αναφέρεται ότι η σύνδεση µε το δίκτυο ύδρευσης διακόπηκε για 10 εκατοµµύρια ανθρώπους. (Σ.τ.Σ.)

_______________________________________________________________

Πίσω από αυτά τα γεγονότα και τους αριθμούς βρίσκεται μια μοιραία επιλογή του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου όταν η ηγεσία συνειδητοποίησε ότι την είχαν εξαπατήσει στις οικονομικές διαπραγματεύσεις. Το κόμμα θα μπορούσε να ξεκινήσει ένα δεύτερο απελευθερωτικό αγώνα και να σπάσει τον αποπνικτικ6 ιστό που είχε υφανθεί κατά τη διάρκεια της μετάβασης. Ή θα μπορούσε να αποδεχτεί την περιορισμένη εξουσία του και να ενστερνιστεί τη νέα οικονομική τάξη. Η ηγεσία του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου επέλεξε τη δεύτερη λύση. Αντί να μετατρέψει σε κεντρική πολιτική του την αναδιανομή του πλούτου της χώρας (κάτι που αποτελούσε τον πυρήνα του Χάρτη της Ελευθερίας, βάσει του οποίου είχε κερδίσει τις εκλογές), μόλις ανήλθε στην εξουσία, αποδέχτηκε την κυρίαρχη λογική ότι η μοναδική ελπίδα ήταν να προσελκύσει ξένους επενδυτές, οι οποίοι θα δημιουργούσαν πλούτο και στη συνέχεια τα οφέλη θα διοχετεύονταν στους φτωχούς. Όμως, για να υπάρχει ελπίδα ότι θα λειτουργούσε το μοντέλο της «διάχυσης των οικονομικών οφελών από πάνω προς τα κάτω» (trickle-down), η κυβέρνηση του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου έπρεπε να αλλάξει ριζικά τη στάση της προκειμένου να γίνει θελκτική στους επενδυτές.

Δεν ήταν ένα εύκολο έργο, όπως ανακάλυψε ο Μαντέλα βγαίνοντας από τη φυλακή. Αμέσως μόλις απελευθερώθηκε, η χρηματιστηριακή αγορά της Νότιας Αφρικής κατέρρευσε εξαιτίας του πανικού. Το ραντ, το νόμισμα της Νότιας Αφρικής, έχασε το 10% της αξίας του. Μερικές βδομάδες μετά η De Beers, η εταιρεία διαμαντιών, μετέφερε την έδρα της από τη Νότια Αφρική στην Ελβετία. Αυτού του είδους η άμεση τιμωρία από τις αγορές θα ήταν αδιανόητη τρεις δεκαετίες πριν, όταν είχε φυλακιστεί ο Μαντέλα. Τη δεκαετία του 1960 ήταν ανήκουστο οι πολυεθνικές να εγκαταλείπουν αιφνιδιαστικά τη χώρα όπου έδρευαν, το δε παγκόσµιο νοµισµατικό σύστηµα ήταν συνδεδεµένο µε τον κανόνα του χρυσού. Τώρα πια δεν υπήρχαν προστατευτικά µέτρα για το νόµισµα της Νότιας Αφρικής, οι φραγµοί στο εµπόριο είχαν καταργηθεί και οι περισσότερες χρηµατιστηριακές συναλλαγές αποσκοπούσαν στη βραχυπρόθεσµη κερδοσκοπία.

Όχι µόνο δεν άρεσε στις ευµετάβλητες αγορές το γεγονός της απελευθέρωσης του Μαντέλα, αλλά µερικές «άστοχες δηλώσεις του ίδιου ή των υπόλοιπων ηγετών του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου θα µπορούσαν να προκαλέσουν µια εσπευσµένη φυγή της «ηλεκτρονικής αγέλης», όπως την είχε εύστοχα αποκαλέσει ο αρθρογράφος των New York Times Τόµας Φρίντµαν.» Η φυγή µε την οποία έγινε δεκτή η αποφυλάκιση του Μαντέλα ήταν απλώς η αρχή µιας διαδικασίας «δράσης και αντίδρασης» ανάµεσα στην ηγεσία του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου και στις χρηµατοοικονοµικές αγορές μιας σοκαριστικής διαδικασίας που µύησε το κόµµα στους νέους κανόνες του παιχνιδιού. Κάθε φορά που ένας κορυφαίος αξιωµατούχος του κόµµατος υπονοούσε ότι ίσως να εφαρµοζόταν ο Χάρτης της Ελευθερίας, οι αγορές αντιδρούσαν µε ένα σοκ, προκαλώντας την ελεύθερη πτώση του ραντ. Οι κανόνες ήταν απλοί και σκληροί το ηλεκτρονικό αντίστοιχο µονοσύλλαβων γρυλισµών: δικαιοσύνη = ακριβή, πουλήστε. στάτους κβο = καλό, αγοράστε. Όταν, λίγο µετά την αποφυλάκισή του, ο Μαντέλα µίλησε για µία ακόµα φορά υπέρ της εθνικοποίησης σε ένα γεύµα µε κορυφαίους επιχειρηµατίες, «ο δείκτης του χρυσού έκανε βουτιά κατά 5%».

Ακόµα και ενέργειες που φαινοµενικά δεν είχαν καµία σχέση µε τον κόσµο της οικονοµίας, αλλά πρόδιδαν την ύπαρξη ενός λανθάνοντος ριζοσπαστισµού, προκαλούσαν κραδασµούς στις αγορές. Όταν ο Τρέβορ Μάνιουελ, υπουργός του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, είπε ότι το ράγκµπι στη Νότια Αφρική είναι «ένα παιχνίδι της λευκής µειοψηφίας», επειδή η εθνική οµάδα αποτελούνταν µόνο από λευκούς παίκτες, το ραντ δέχτηκε ένα ακόµα πλήγµα.

Από όλους τους περιορισµούς που έπρεπε να αντιµετωπίσει η νέα κυβέρνηση οι αγορές αποδείχτηκαν ο σηµαντικότερος και σε αυτό έγκειται, κατά µία έννοια, το δαιµόνιο του αχαλίνωτου καπιταλισµού: αυτοκινητοβιομηχανιών-επιβάλλεται. Όταν µια χώρα ανοίξει τα σύνορά της στις ευµετάβλητες διαθέσεις της παγκόσµιας αγοράς, οποιαδήποτε παρέκκλιση από την ορθοδοξία της Σχολής του Σικάγου τιµωρείται ακαριαία από τους χρηµατιστές στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο οι οποίοι στοιχηματίζουν εναντίον του νομίσματος της ανυπάκουης χώρας, βαθαίνoντας την κρίση και αυξάνοντας την ανάγκη για περισσότερα δάνεια με ακόμα πιο επαχθείς όρους. Ο Μαντέλα αναγνώρισε την ύπαρξη της παγίδας το 1997, λέγοντας στο συνέδριο του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου: «Η κινητικότητα του κεφαλαίου και η παγκοσμιοποίηση των κεφαλαιουχικών και των υπόλοιπων αγορών καθιστούν αδύνατον το να αποφασίζει μια χώρα ποια θα είναι η οικονομική πολιτική της χωρίς να λαμβάνει υπόψη της την πιθανή αντίδραση αυτών των αγορών».

Αντί να μετατρέψει σε κεντρική πολιτική του την αναδιανομή του πλούτου της χώρας (κάτι που αποτελούσε τον πυρήνα του Χάρτη της Ελευθερίας, βάσει του οποίου είχε κερδίσει τις εκλογές), μόλις ανήλθε στην εξουσία, αποδέχτηκε την κυρίαρχη λογική ότι η μοναδική ελπίδα ήταν να προσελκύσει ξένους επενδυτές, οι οποίοι θα δημιουργούσαν πλούτο και στη συνέχεια τα οφέλη θα διοχετεύονταν στους φτωχούς.

Ο άνθρωπος μέσα στο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο που φαινόταν να κατανοεί πώς μπορούσαν να σταματήσουν τα σοκ ήταν ο Τάμπο Μπέκι, το δεξί χέρι του Μαντέλα κατά τη διάρκεια της Προεδρίας του και μελλοντικός διάδοχός του. Ο Μπέκι είχε ζήσει πολλά χρόνια εξόριστος στην Αγγλία, όπου είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ και στη συνέχεια είχε εγκατασταθεί στο Λονδίνο. Τη δεκαετία του 1980, ενώ οι πόλεις για μη λευκούς πνίγονταν στα δακρυγόνα, ο Μπέκι ανέπνεε τις αναθυμιάσεις του θατσερισμού. Από όλους τους ηγέτες του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου ο Μπέκι ήταν αυτός που μπορούσε να συγχρωτίζεται καλύτερα με τους επιχειρηματίες, και πριν από την απελευθέρωση του Μαντέλα είχε οργανώσει αρκετές μυστικές συναντήσεις με διευθυντικά στελέχη εταιρειών που τους τρόμαζε η προοπτική να κυριαρχήσει η μαύρη πλειοψηφία. Το 1985, έπειτα από μια βραδιά που ο Μπέκι και μια ομάδα Νοτιοαφρικανών επιχειρηματιών έπιναν ουίσκι σε ένα κυνηγετικό περίπτερο στη Ζάμπια, ο Χιου Μάρεϊ, εκδότης ενός έγκυρου οικονομικού περιοδικού, σχολίασε: «Ο ηγέτης του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου διαθέτει την αξιοθαύμαστη ικανότητα να εμπνέει εμπιστοσύνη ακόμα και στις πλέον τεταμένες καταστάσεις».

Ο Μπέκι ήταν πεπεισμένος ότι το κλειδί για να ηρεμήσουν οι αγορές ήταν το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο να εμπνεύσει αυτού του είδους την εμπιστοσύνη σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Σύμφωνα με τον Γκουμέντε, ο Μπέκι ανέλαβε να μυήσει το κόμμα στις θεμελιώδεις αρχές της ελεύθερης αγοράς. Το κτήνος της αγοράς έχει απελευθερωθεί, εξηγούσε ο Μπέκι. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να το δαμάσουμε, απλώς πρέπει να το τροφοδοτούμε με αυτό που λαχταρά: διαρκή μεγέθυνση των οικονομικών δεικτών. Αντί, λοιπόν, να εθνικοποιήσουν τα ορυχεία, ο Μαντέλα και ο Μπέκι άρχισαν να συναντιούνται τακτικά με τον Χάρι Οπενχάιμερ, τον πρώην πρόεδρο των εξορυκτικών κολοσσών Anglo-American και De Beers, που ήταν τα οικονομικά σύμβολα του καθεστώτος του απαρτχάιντ. Λίγο μετά τις εκλογές του, µάλιστα, υπέβαλαν στον Οπενχάιµερ το οικονοµικό πρόγραµµα του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου για να το εγκρίνει, ενώ αναθεώρησαν αρκετά κοµβικά σηµεία του προκειµένου να καθησυχάσουν τις ανησυχίες του Οπενχάιµερ και των άλλων κορυφαίων βιομηχάνων. Ελπίζοντας να αποφύγει ένα ακόµα σοκ από τις αγορές, στην πρώτη του µετεκλογική συνέντευξη ως Προέδρου ο Μαντέλα πήρε προσεκτικά αποστάσεις από τις προηγούµενες δηλώσεις του υπέρ των εθνικοποιήσεων. «Στην οικονοµική πολιτική µας [ … ] δεν υπάρχει ούτε µία αναφορά σε εθνικοποιήσεις, και αυτό δεν είναι τυχαίο», είπε. «Δεν έχουµε ούτε ένα σύνθηµα που να µας συνδέει µε τη µαρξιστική ιδεολογία».*Ο οικονοµικός Τύπος ενθάρρυνε αυτή τη µεταστροφή: «Παρόλο που στο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο υπάρχει µια ισχυρή αριστερή πτέρυγα», σχολίασε η Wαll Street ]ournαl, «τον τελευταίο καιρό ο κύριος Μαντέλα µιλάει περισσότερο σαν τη Μάργκαρετ Θάτσερ παρά σαν το σοσιαλιστή επαναστάτη που κάποτε θεωρούνταν».

Ωστόσο οι αναµνήσεις του ριζοσπαστικού παρελθόντος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου συνέχιζαν να το συνοδεύουν και, παρά τις προσπάθειες της νέας κυβέρνησης να µη δείχνει απειλητική, οι αγορές συνέχισαν να της επιφέρουν οδυνηρά σοκ: Μέσα σε ένα µόνο µήνα του 1996 το ραντ έχασε το 20% της αξίας του, ενώ συνεχίστηκε η «αιµορραγία» κεφαλαίων από τη χώρα, καθώς πανικόβλητοι πλούσιοι Νοτιοαφρικανοί µετέφεραν τα χρήµατά τους στο εξωτερικό.

Ο Μπέκι έπεισε τον Μαντέλα ότι ήταν αναγκαία η οριστική ρήξη των δεσµών µε το παρελθόν. Το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο χρειαζόταν ένα καινούριο οικονοµικό σχέδιο, κάτι τολµηρό, που θα προκαλούσε σοκ και θα µετέδιδε, µε το δραµατικό τρόπο που καταλαβαίνουν οι αγορές, το µήνυµα ότι το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο ήταν έτοιµο να ενστερνιστεί τη «Συναίνεση της Ουάσινγκτον».

________________________________________________________________

* Στην πραγµατικότητα, το επίσηµο οικονοµικό πρόγραµµα του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, βάσει του οποίου εκλέχτηκε, ζητούσε «rην ενίσχυση του δηµόσιου ρόλου σε στρατηγικούς τοµείς µέσω, για παράδειγµα, των εθνικοποιήσεων». Επιπλέον, υπήρχε ο Χάρτης της Ελευθερίας, που εξακολουθούσε να αποτελεί το µανιφέστο του κόµµατος. (Σ.τ.Σ.)

________________________________________________________________

Oπως στη Βολιβία, όπου το πρόγραµµα της θεραπείας-σοκ προετοιµάστηκε µε τη µυστικότητα µιας συγκαλυµµένης στρατιωτικής επιχείρησης, έτσι και στη Νότια Αφρική µόνο µια δράκα στενών συνεργατών του Μπέκι γνώριζαν ότι βρισκόταν υπό εξεργασία ένα νέο οικονοµικό πρόγραµµα, πολύ διαφορετικό από τις υποσχέσεις που είχαν δοθεί κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του 1994. Ο Γκουµέντε έχει γράψει ότι όλα τα µέλη της οµάδας «ορκίστηκαν να τηρήσουν απόλυτη εχεµύθεια και όλη η διαδικασία περιβαλλόταν µε τη µεγαλύτερη δυνατή µυστικότητα, ώστε η αριστερή πτέρυγα του κόµµατος να µη µάθει το παραµικρό για το σχέδιο του Μαεκι». Ο οικονοµολόγος Στίβεν Γκελµπ, που συµµετείχε στην επεξεργασία του νέου προγράµµατος, έχει παραδεχτεί ότι «ήταν µια ακραία “µεταρρύθµιση από τα πάνω», η οποία προωθούσε µέχρι το έσχατο σηµείο τους τα επιχειρήµατα υπέρ της µόνωσης και της αυτονοµίας των διαµορφωτών της πολιτικής από τις λαϊκές πιέσεις».» (Η έµφαση στη µυστικότητα και στη µόνωση αποτελούσε µια ιδιαίτερα έντονη ιστορική ειρωνεία, δεδοµένου ότι, κάτω από το ζυγό του απαρτχάιντ, η διαδικασία για τη σύνταξη του Χάρτη της Ελευθερίας υπήρξε αξιοσηµείωτα ανοιχτή και συµµετοχική. Τώρα πια, σε συνθήκες δηµοκρατίας, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο επέλεγε να κρατήσει κρυφή από τη βάση του την επεξεργασία του νέου οικονοµικού του προγράµµατος.)

Τον Ιούνιο του 1996 ο Μπέκι αποκάλυψε το νέο οικονοµικό πρόγραµµα: ήταν µια νεοφιλελεύθερη θεραπεία-σοκ, που απαιτούσε περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές στις κρατικές δαπάνες, ελαστικότητα στην εργασία, ενίσχυση του ελεύθερου εµπορίου και πιο χαλαρούς ελέγχους στη ροή των κεφαλαίων. Σύµφωνα µε τον Γκελµπ, ο βασικός σκοπός του νέου προγράµµατος ήταν «να καταδείξει στους δυνητικούς επενδυτές την προσήλωση της κυβέρνησης (και ιδίως του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου) στην κυρίαρχη ορθοδοξία». Για να διασφαλίσει ότι οι χρηµατιστές στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο θα λάµβαναν πεντακάθαρα το µήνυµα, ο Μπέκι είπε, ευφυολογώντας, κατά τη διάρκεια της επίσηµης παρουσίασης του νέου προγράµµατος: «Μπορείτε να µε αποκαλείτε θατσεριστή».

Η θεραπεία-σοκ σχετίζεται πάντα µε τις αποδόσεις των αγορών αυτό αποτελεί αναπόσπαστο τµήµα της σχετικής θεωρίας. Οι χρηµατιστηριακές αγορές λατρεύουν τις υπερβολικά προβεβληµένες, προσεκτικά σχεδιαζόµενες στιγμές κατά τις οποίες εκτινάσσεται στα ύψη η τιµή µιας µετοχής, συνήθως µε αφορµή µια αύξηση µετοχικού κεφαλαίου µε την έκδοση νέων µετοχών, µια ανακοίνωση µεγάλης συγχώνευσης ή µια πρόσληψη ενός διάσηµου διευθύνοντος συµβούλου. Όταν οι οικονοµολόγοι παροτρύνουν µια χώρα να ανακοινώσει ένα πακέτο θεραπείας-σοκ, η συµβουλή τους βασίζεται εν µέρει σε µια προσπάθεια µίµησης των «δραματοποιημένων  συµβάντων που προωθούν µια µετοχή στις χρηµατιστηριακές αγορές, προκειµένου να δοθεί το έναυσµα για µια ξέφρενη ανοδική πορεία η διαφορά είναι ότι, αντί να πουλούν µετοχές, πουλούν µια χώρα, ελπίζοντας ότι η αντίδραση θα είναι «Αγοράστε µετοχές της Αργεντινής!», «Αγοράστε οµόλογα της Βολιβίας!». Από την άλλη πλευρά, µια πιο αργή και προσεκτική προσέγγιση µπορεί να είναι λιγότερο βίαιη, όµως στερεί από την αγορά αυτές τις «φούσκες που εξασφαλίζουν τεράστια κέρδη. Η θεραπεία-σοκ είναι πάντα ένα στοίχηµα, όµως στη Νότια Αφρική δεν κερδήθηκε: Το εγχείρηµα του Μπέκι δεν προσέλκυσε µακροπρόθεσµες επενδύσεις, απλώς οδήγησε σε ένα κερδοσκοπικό παιχνίδι που κατέληξε στην περαιτέρω υποτίµηση του νοµίσµατος.

Το σοκ της βάσηs

Οι νεοφώτιστοι δείχνουν πάντα περισσότερο ζήλο. Θέλουν να είναι ευχάριστοι», σχολίασε ο συγγραφέας Άσγουιν Ντεσάι όταν τον συνάντησα στο Νιέρμπαν για να συζητήσουµε τις αναµνήσεις του από τη µετάβαση. Ο Ντεσάι, που είχε φυλακιστεί στα χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα, θεωρεί ότι υπάρχουν παραλληλισµοί ανάµεσα στην ψυχολογία των φυλακισµένων και στη συµπεριφορά της κυβέρνησης του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου. Στη φυλακή, µου είπε, «αν είσαι ευχάριστος στο διευθυντή, ζεις σε καλύτερες συνθήκες. Προφανώς, η λογική αυτή µεταφέρθηκε σε µερικά από όσα έκανε η νοτιοαφρικανική κοινωνία. Ήθελαν να αποδείξουν ότι ήταν πολύ καλύτεροι φυλακισµένοι. Πολύ πιο πειθαρχηµένοι από ό,τι άλλες χώρες».

Ωστόσο η βάση του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου αποδείχτηκε πολύ πιο ανυπάκουη, µε συνέπεια να δηµιουργηθεί η ανάγκη για ακόµα περισσότερη πειθαρχία. Σύµφωνα µε τη Γιασµίν Σούκα, µέλος της νοτιοαφρικανικής Επιτροπής για την Αλήθεια και τη Συµφιλίωση, η νοοτροπία της πειθαρχίας επηρέαζε κάθε πτυχή της µετάβασης, συµπεριλαµβανοµένης της απονοµής δικαιοσύνης. Αφού για χρόνια άκουγε µαρτυρικές καταθέσεις για τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες και τις εξαφανίσεις, η Επιτροπή για την Αλήθεια στράφηκε στο ζήτηµα των µέτρων που θα θεράπευαν τις αδικίες. Η αλήθεια και η συγχώρεση ήταν σηµαντικές, αλλά το ίδιο και η αποζηµίωση των θυµάτων και των οικογενειών τους. Δεν ήταν λογικό να ζητηθεί από τη νέα κυβέρνηση να καταβάλει αποζηµιώσεις, καθώς δεν ήταν αυτή που είχε διαπράξει τα εγκλήµατα, ενώ οποιαδήποτε αποζηµίωση για τις καταχρήσεις του απαρτχάιντ θα σήµαινε ότι τα χρήµατα αυτά δε θα ξοδεύονταν για να κατασκευαστούν σπίτια και σχολεία για τους φτωχούς του πρόσφατα απελευθερωµένου έθνους.

Μερικά µέλη της επιτροπής πίστευαν ότι οι πολυεθνικές εταιρείες που είχαν επωφεληθεί από το απαρτχάιντ έπρεπε να εξαναγκαστούν να πληρώσουν τις αποζηµιώσεις. Τελικά, η Νοτιοαφρικανική Επιτροπή για την Αλήθεια και τη Συµφιλίωση πρότεινε την εφάπαξ επιβολή ενός φόρου της τάξης του 1% στις εταιρείες ώστε να συγκεντρωθούν χρήµατα για τα θύµατα ενός φόρου τον οποίο ονόµασε «φόρο αλληλεγγύης». Η Σούκα περίµενε ότι το Αφρικανικά Εθνικό Κογκρέσο θα υποστήριζε αυτό το ήπιο µέτρο, όµως η κυβέρνηση, µε επικεφαλής πλέον τον Μπέκι, απέρριψε τις προτάσεις για την καταβολή αποζηµιώσεων από τις εταιρείες ή για την επιβολή ενός φόρου αλληλεγγύης, φοβούµενη ότι ένα τέτοιο µέτρο θα έστελνε ένα αντι-επιχειρηµατικό µήνυµα στις αγορές. «Ο Πρόεδρος αποφάσισε να µη θεωρήσει τις επιχειρήσεις υπόλογες», µου είπε η Σούκα. Τελικά, η κυβέρνηση κατέβαλε ένα µικρό µέρος των αποζηµιώσεων χρησιµοποιώντας κονδύλια του κρατικού προϋπολογισµού, όπως ακριβώς φοβούνταν τα µέλη της επιτροπής.

H Νοτιοαφρικανική Επιτροπή για την Αλήθεια και τη Συµφιλίωση προβάλλεται συχνά ως πρότυπο επιτυχηµένης «οικοδόµησης της ειρήνης», το οποίο «εξάγεται» σε άλλες περιοχές συρράξεων, από τη Σρι Λάνκα µέχρι το Αφγανιστάν. Όµως πολλοί από όσους συµµετείχαν στη διαδικασία διατηρούν σοβαρές αµφιβολίες. Όταν τον Μάρτιο του 2003 ο αρχιεπίσκοπος Ντέσµοντ Τούτου, που ήταν ο πρόεδρος της επιτροπής, παρουσίασε την τελική έκθεση, είπε στους δηµοσιογράφους ότι η ελευθερία είχε µείνει ανολοκλήρωτη. «Μπορείτε να εξηγήσετε για ποιο λόγο ένας µαύρος ξυπνάει κάθε πρωί σε ένα άθλιο γκέτο µέχρι σήµερα, σχεδόν δέκα χρόνια µετά την ελευθερίες. Και στη συνέχεια πηγαίνει να δουλέψει στην πόλη όπου ζουν κυρίως λευκοί σε πολυτελή σπίτια; Και στο τέλος της ηµέρας επιστρέφει στην άθλια παράγκα τους Δεν µπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο αυτοί οι άνθρωποι δε λένε απλώς: «Να πάει στο διάβολο η ειρήνη! Να πάνε στο διάβολο ο Τούτου και η Επιτροπή για την Αλήθεια!»

Η Σούκα, που είναι πλέον η επικεφαλής του Νοτιοαφρικανικού Ιδρύµατος για τα Ανθρώπινα Δικαιώµατα, ισχυρίζεται πως, παρόλο που η Επιτροπή για την Αλήθεια ασχολήθηκε «με εξωτερικές εκφάνσεις του απαρτχάιντ, όπως τα βασανιστήρια, η κακοµεταχείριση και οι εξαφανίσεις», άφησε «εντελώς ανέγγιχτο» το οικονοµικό σύστηµα το οποίο εξυπηρετούσαν αυτές οι καταχρήσεις μια επανάληψη των ανησυχιών για τις παρωπίδες όσων υποστηρίζουν τα «ανθρώπινα δικαιώµατα» τις οποίες είχε διατυπώσεις τρεις δεκαετίες πριν ο Ορλάντο Λετελιέ. Η Σούκα υποστηρίζει ότι, αν ήταν στο χέρι της να επαναλάβει τη διαδικασία, «θα ενεργούσα εντελώς διαφορετικά. Θα ερευνούσα τα συστήµατα του απαρτχάιντ. Θα εξέταζα το ζήτηµα της γης, θα εξέταζα, ασφαλώς, το ρόλο των πολυεθνικών, θα εξέταζα πολύ προσεκτικά το ρόλο της εξορυκτικής βιομηχανίας, επειδή πιστεύω ότι αυτή είναι η πραγµατική ασθένεια της Νότιας Αφρικής. [ … ] Θα εξέταζα τις συστηµατικές επιπτώσεις των πολιτικών του απαρτχάιντ και θα αφιέρωνα µόνο µία συνεδρίαση στα βασανιστήρια, επειδή πιστεύω ότι, όταν εστιάζεις στα βασανιστήρια και δεν εξετάζεις τι εξυπηρετούσαν, αρχίζεις να αναθεωρείς την πραγµατική ιστορία».

Αποζηµιώσεις από την ανάποδη

Kαθώς η κυβέρνηση συνεχίζει να πληρώνει τα χρέη του απαρτχάιντ, αποτελεί τεράστια αδικία το γεγονός ότι το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο απέρριψε την πρόταση της Επιτροπής για την Αλήθεια να καταβάλουν αποζηµιώσεις οι εταιρείες, επισηµαίνει η Σούκα. Στα πρώτα χρόνια της ανάληψης της εξουσίας η εξυπηρέτηση του χρέους κόστιζε στη νέα κυβέρνηση 30 δισεκατοµµύρια ραντ (4,5 δισεκατοµµύρια δολάρια) ετησίως ένα κολοσσιαίο ποσό σε σύγκριση µε το πενιχρό σύνολο των 85 εκατοµµυρίων δολαρίων που κατέβαλε τελικά η κυβέρνηση στα 19.000 θύµατα του απαρτχάιντ και στις οικογένειές τους. Ο Νέλσον Μαντέλα έχει αναφερθεί στο δυσβάσταχτο βάρος του χρέους ως το µεγαλύτερο εµπόδιο στην τήρηση των υποσχέσεων του Χάρτη της Ελευθερίας. «Δεν έχουµε αυτά τα 30 δισεκατοµµύρια ραντ για να χτίσουµε σπίτια, όπως σχεδιάζαµε πριν ανέλθουµε στην εξουσία, για να διασφαλίσουµε ότι τα παιδιά µας θα πηγαίνουν στα καλύτερα σχολεία, για να αντιµετωπίσουµε την ανεργία, για να έχουν όλοι µια δουλειά, ένα αξιοπρεπές εισόδηµα, να µπορούν να παρέχουν στέγη στους αγαπηµένους τους, να τους τρέφουν. [ … ] Μας περιορίζει το χρέος που κληρονοµήσαµε».

Παρά την παραδοχή του Μαντέλα ότι η πληρωµή των χρεών του απαρτχάιντ είναι ένα δυσβάσταχτο βάρος, το κόµµα συνεχίζει να απορρίπτει τις προτάσεις για άρνηση της αποπληρωµής του. Παρότι υπάρχουν ισχυρά νοµικά επιχειρήµατα ότι το χρέος είναι «επαχθές», υπάρχει ο φόβος ότι τυχόν άρνηση αποπληρωµής του θα έκανε τη Νότια Αφρική να φαντάζει επικίνδυνα ριζοσπαστική στα µάτια των επενδυτών, µε συνέπεια οι αγορές να προκαλέσουν ένα ακόµα σοκ. Ο Ντένις Μπρούτους, επί πολλά χρόνια µέλος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου και πρώην κρατούµενος στο νησί Ρόµπεν, προσέκρουσε πάνω σε αυτό τον τοίχο του φόβου. Το 1998, βλέπoντας τις οικονοµικές πιέσεις που υφίστατο η κυβέρνηση, αποφάσισε µαζί µε µια οµάδα Νοτιοαφρικανών ακτιβιστών ότι ο καλύτερος τρόπος µε τον οποίο µπορούσαν να ενισχύσουν το συνεχιζόµενο αγώνα ήταν να οργανώσουν ένα κίνηµα «αντιµετώπισης του χρέους». «Πρέπει να οµολογήσω ότι ήµουν αφελής», µου είπε ο Μπρούτους, στα εβδoµήντα του χρόνια πλέον. «Περίµενα ότι η κυβέρνηση θα εκτιμούσε το γεγονός ότι τα απλά µέλη του κόµµατος ασχολούνταν µε το ζήτηµα του χρέους, ότι ήθελαν να την ενισχύσουν στην αντιμετώπιση του». Προς µεγάλη του έκπληξη, «η κυβέρνηση µας απέπεµψε λέγoντας: «Όχι, δε δεχόµαστε τη βοήθειά σας ».

Η απόφαση του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου να συνεχίσει να πληρώνει ήταν ιδιαίτερα εξοργιστική για τους ακτιβιστές σαν τον Μπρούτους εξαιτίας των απτών θυσιών που απαιτoύνταν για την αποπληρωµή του κάθε δανείου. Για παράδειγµα, µεταξύ 1997 και 2004 η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής πούλησε δεκαοχτώ κρατικές εταιρείες, συγκεντρώνοντας 4 δισεκατοµµύρια δολάρια, όµως σχεδόν τα µισά από αυτά τα χρήµατα δόθηκαν για την εξυπηρέτηση του χρέους. Με άλλα λόγια, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο όχι µόνο αθέτησε την υπόσχεση του Μαντέλα για «εθνικοποίηση των ορυχείων, των τραπεζών και των µονοπωλιακών βιομηχανιών», αλλά, εξαιτίας του χρέους, έπραξε το ακριβώς αντίθετο: Άρχισε να εκποιεί τα εθνικά περιουσιακά στοιχεία για να πληρώσει τα χρέη των πρώην καταπιεστών.

Επιπλέον, υπάρχει και το ζήτηµα του πού ακριβώς πηγαίνουν τα χρήµατα. Κατά τη διάρκεια των διαπραγµατεύσεων η οµάδα του Φρεντερικ νιε Κλερκ ζήτησε από το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο να εγγυηθεί τις θέσεις εργασίας των δηµοσίων υπαλλήλων µετά την παράδοση της εξουσίας: Όσοι ήθελαν να φύγουν, έπρεπε να λάβουν παχυλές ισόβιες συντάξεις. Επρόκειτο για ένα ασυνήθιστο αίτηµα σε µια χώρα χωρίς σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης, ωστόσο υπήρξε ένα από τα αρκετά «τεχνικά» ζητήµατα στα οποία υποχώρησε το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο. Η παραχώρηση αυτή σήµαινε ότι η κυβέρνηση του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου θα επωµιζόταν το κόστος δύο κρατικών µηχανισµών: του δικού της και ενός σκιώδους λευκού κρατικού µηχανισµού που δεν κατείχε πλέον την εξουσία. Το 40% των ετήσιων χρεολυσίων της κυβέρνησης πηγαίνουν στο συνταξιοδοτικό ταµείο της χώρας. Η συντριπτική πλειονότητα των επωφελούµενων είναι οι πρώην υπάλληλοι του απαρτχάιντ. *

Παρά την παραδοχή του Μαντέλα ότι η πληρωµή των χρεών του απαρτχάιντ είναι ένα δυσβάσταχτο βάρος, το κόµµα συνεχίζει να απορρίπτει τις προτάσεις για άρνηση της αποπληρωµής του. Παρότι υπάρχουν ισχυρά νοµικά επιχειρήµατα ότι το χρέος είναι «επαχθές»,

Εν κατακλείδι, η Νότια Αφρική κατέληξε να αποτελεί µια περίπτωση αποζηµιώσεων από την ανάποδη, καθώς οι µεγάλες επιχειρήσεις που αποκόµισαν τεράστια κέρδη από την εργασία των µαύρων στα χρόνια του απαρτχάιντ δεν έδωσαν ούτε µια δεκάρα, ενώ τα θύµατα του απαρτχάιντ συνεχίζουν να πληρώνουν τους πρώην θύτες τους. Και πώς εξασφαλίζονται τα χρήµατα για αυτή τη γενναιοδωρίες. Με την απογύµνωση του κράτους από τα περιουσιακά του στοιχεία µέσω των ιδιωτικοποιήσεων μια εκσυγχρονισµένη µορφή της λεηλασίας την οποία το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο επιθυµούσε τόσο πολύ να αποφύγει όταν συµφώνησε να διαπραγµατευτεί, µε την ελπίδα ότι θα απέτρεπε µια επανάληψη της περίπτωσης της Μοζαµβίκης. Ωστόσο, σε αντίθεση µε τα όσα συνέβησαν στη Μοζαµβίκη, όπου οι δηµόσιοι υπάλληλοι κατέστρεψαν τις υποδοµές, γέµισαν τις τσέπες τους και την κοπάνησαν, στη Νότια Αφρική η αποδιάρθρωση του κράτους και η λεηλασία των χρηµατοκιβωτίων του συνεχίζεται µέχρι σήµερα.

________________________________________________________________

* Στην πραγµατικότητα, αυτό το βάρος απ’ την εποχή του απαρτχάιντ αυξάνει το συνολικό χρέος και ταυτόχρονα στερεί κάθε χρόνο εκατοµµύρια ραντ από το δηµόσιο ταµείο. Μια «τεχνική. λογιστική αλλαγή το 1989 µετέβαλε το συνταξιοδοτικό ταµείο από ένα σύστηµα «πληρωµής ανάλογα µε τα έσοδα», στο πλαίσιο του οποίου οι συντάξεις καταβάλλονταν από τις ετήσιες εισφορές, σε ένα «πλήρως χρηµατοδοτούµενο» σύστηµα, στο πλαίσιο του-οποίου το ταµείο οφείλει να διαθέτει αρκετά κεφάλαια ώστε να µπορεί να καλύψει το 70-80% των υποχρεώσεών του ανά πάσα στιγµή ένα σενάριο το οποίο δεν πρόκειται να αντιµετωπίσει ποτέ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα άµεσα αποθεµατικά του ταµείου να εκτιναχθούν από 30 δισεκατοµµύρια ραντ το 1989 σε περισσότερα από 300 δισεκατοµµύρια ραντ το 2004 μια αλλαγή που, ασφαλώς, µπορεί να χαρακτηριστεί «σοκ χρέους. Αυτό σηµαίνει για τους Νοτιοαφρικανούς ότι η τεράστια δεξαµενή κεφαλαίων την οποία διαχειρίζεται αυτόνοµα το συνταξιοδοτικό ταµείο είναι περιχαρακωμένη και δεν µπορεί να χρησιµοποιηθεί σε δαπάνες για τη στέγαση, την ιατροφαρµακευτική περίθαλψη ή τις βασικές κοινωφελείς υπηρεσίες. Τη συµφωνία για το συνταξιοδοτικό ταµείο διαπραγµατεύτηκε εκ µέρους του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου ο Τζο Σλόβο, ο θρυλικός ηγέτης του Κοµουνιστικού Κόµµατος της Νότιας Αφρικής, γεγονός που συνεχίζει να αποτελεί πηγή µεγάλης οργής µέχρι σήµερα. (Σ.τ.Σ.)

________________________________________________________________

(…) αν οι ηγέτες του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου είχαν καταφέρει να διαπεράσουν το προπαγανδιστικό παραπέτασµα των μεταβασιολόγων» και είχαν διαπιστώσει από µόνοι τους τι πραγµατικά συνέβαινε στη Μόσχα, στη Βαρσοβία, στο Μπουένος Άιρες και στη Σεούλ, θα είχαν δει µια εντελώς διαφορετική εικόνα.

Όταν έφτασα στη Νότια Αφρική, πλησίαζε η πεντηκοστή επέτειος της υπογραφής του Χάρτη της Ελευθερίας, και το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο είχε αποφασίσει να τιµήσει το γεγονός µε ένα µιντιακό θέαµα. Το σχέδιο προέβλεπε εκείνη τη µέρα το κοινοβούλιο να µη συνεδριάσει στο Κέιπ Τάουν, αλλά στο πολύ πιο ταπεινό Κλίσταουν, όπου είχε επικυρωθεί ο Χάρτης της Ελευθερίας. Ο Τάµπο Μπέκι, ο Πρόεδρος της Νότιας Αφρικής, θα εκµεταλλευόταν την ευκαιρία για να µετονοµάσει το κεντρικό σταυροδρόµι του Κλίσταουν σε πλατεία Γουόλτερ Σισούλου, προς τιµήν ενός από τους πιο αξιοσέβαστους ηγέτες του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου. Επιπλέον, θα εγκαινίαζε το Μνηµείο του Χάρτη της Ελευθερίας, µια στήλη µε πέτρινες πλάκες πάνω στις οποίες ήταν χαραγµένο το κείµενο του Χάρτη της Ελευθερίας, και θα άναβε την αιώνια «φλόγα της ελευθερίας. Δίπλα στη στήλη συνεχίζονταν οι εργασίες για ένα άλλο µνηµείο, που ονοµαζόταν «Στύλοι της Ελευθερίας», ένα σύµπλεγµα από µαύρους και λευκούς τσιµεντένιους κίονες οι οποίοι συµβόλιζαν το διάσηµο άρθρο του Χάρτη της Ελευθερίας που αναφέρει: «Η Νότια Αφρική ανήκει σε όλους όσοι ζουν σε αυτή, µαύρους και λευκούς».

Ήταν δύσκολο να µην αντιληφθεί κανείς το µήνυµα των εκδηλώσεων: Πενήντα χρόνια πριν το κόµµα είχε υποσχεθεί να φέρει την ελευθερία στη Νότια Αφρική, και το είχε κάνει το Αφρικανικά Εθνικό Κογκρέσο µπορούσε να πει: «Aπoστoλή εξετελέσθη».

Ωστόσο υπήρχε κάτι το παράδοξο στο όλο γεγονός. Το Κέϊπταουν, µια φτωχή πόλη για µη λευκούς, µε ερειπωµένες παράγκες, σκουπίδια στους δρόµους και ποσοστό ανεργίας 72%, πολύ υψηλότερο από ό,τι επί απαρτχάιντ, έµοιαζε περισσότερο µε ένα σύµβολο της αθέτησης των υποσχέσεων του Χάρτη της Ελευθερίας παρά µε το κατάλληλο σκηνικό για έναν τόσο λαµπρό εορτασµό. Όπως αποδείχτηκε, τις εκδηλώσεις για την επέτειο δεν τις είχε σχεδιάσει και επιµεληθεί το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, αλλά ένας αλλόκοτος οργανισµός µε την ονοµασία Blue IQ. Αν και επίσηµα βραχίονας της περιφερειακής κυβέρνησης, ο Blue IQ «λειτουργεί µέσα σε ένα προσεκτικά δοµηµένο περιβάλλον που τον κάνει να µοιάζει περισσότερο µε εταιρεία του ιδιωτικού τοµέα παρά µε κρατική υπηρεσία», σύµφωνα µε το πολυτελές -και µπλε διαφηµιστικό φυλλάδιό του. Σκοπός του είναι να προσελκύει νέες ξένες επενδύσεις στη Νότια Αφρική ως µέρος του προγράµµατος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου για «αναδιανοµή µέσω της ανάπτυξης».

O Blue IQ θεωρούσε τον τουρισµό µείζονα τοµέα για επενδύσεις, και η έρευνα αγοράς που είχε κάνει έδειχνε ότι ένας σηµαντικός λόγος προσέλκυσης τουριστών στη χώρα ήταν η παγκόσµια φήµη που είχε αποκτήσει το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο µετά το θρίαμβο του εις βάρος της καταπίεσης. Ελπίζοντας να εκµεταλλευτούν αυτή την ισχυρή αιτία έλξης, οι ιθύνοντες του Blue IQ αποφάσισαν ότι δεν υπήρχε καλύτερο σύµβολο για το θρίαµβο του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου από το Χάρτη της Ελευθερίας. Έχοντας αυτό κατά νου, έθεσαν σε εφαρµογή ένα σχέδιο µετατροπής του Κέϊπταουν σε θεµατικό πάρκο για το Χάρτη της Ελευθερίας, «έναν παγκόσµιας κλάσης τουριστικό προορισµό και ένα µνηµείο της πανανθρώπινης κληρονοµιάς, που προσφέρει στους εγχώριους και στους διεθνείς επισκέπτες του µια µοναδική εµπειρία», περιλαµβάνοντας ένα µουσείο, ένα εµπορικό κέντρο µε κεντρικό θέµα το Χάρτη της Ελευθερίας και το κατασκευασµένο από µέταλλο και γυαλί Ξενοδοχείο της Ελευθερίας. Αυτό που τώρα είναι µια παραγκούπολη θα µετατραπεί σε ένα «αξιοζήλευτο και άριστο· κρατικό» προάστιο του Γιοχάνεσµπουργκ, ενώ πολλοί από τους σηµερινούς κατοίκους του θα εγκατασταθούν σε φτωχογειτονιές σε λιγότερο ιστορικές τοποθεσίες.

Με το σχέδιό του να αλλάξει τη φυσιογνωµία του Κέϊπταουν ο Blue IQ εφαρµόζει πιστά το εγχειρίδιο της ελεύθερης αγοράς, προσφέροντας στους επιχειρηµατίες κίνητρα για να επενδύσουν µε την ελπίδα ότι θα δηµιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Αυτό που κάνει το συγκεκριµένο σχέδιο να ξεχωρίζει είναι ότι στο Κέϊπταουν ο θεµέλιος λίθος στον οποίο βασίζεται ο µηχανισµός της «διάχυσης των οικονοµικών οφελών από πάνω προς τα κάτω» (trickle· down) είναι ένα κείµενο ηλικίας πενήντα ετών που χάρασσε έναν πολύ πιο άµεσο δρόµο για την εξαφάνιση της φτώχειας: Ο Χάρτης της Ελευθερίας ζητούσε την αναδιανοµή της γης, ώστε εκατοµµύρια άνθρωποι να µπορούν να συντηρούνται από αυτή, αλλά και την επιστροφή των ορυχείων, ώστε η µέχρι τότε λεία να χρησιµοποιηθεί για να δηµιουργηθούν κατοικίες, υποδοµές και θέσεις εργασίας. Με άλλα λόγια, ζητούσε να βγουν από τη µέση οι µεσάζοντες. Οι ιδέες αυτές ίσως να ηχούν ως ένας ουτοπικός λαϊκισµός στα αφτιά πολλών, όµως, µετά τα τόσα αποτυχηµένα πειράµατα της ορθοδοξίας της Σχολής του Σικάγου, ίσως οι πραγµατικοί ονειροβάτες να είναι όσοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ένα σχέδιο όπως το θεµατικό πάρκο για το Χάρτη της Ελευθερίας, που προσφέρει δωρεάν εξυπηρετήσεις στις εταιρείες, απογυµνώνοντας ακόµα περισσότερο το λαό, θα επιλύσει τα πιεστικά υγειονοµικά και οικονομικά προβλήµατα εξαιτίας των οποίων 22 εκατοµµύρια Νοτιοαφρικανοί εξακολουθούν να ζουν στη φτώχεια.

Μία δεκαετία αφότου η Νότια Αφρική έκανε την αποφασιστική της στροφή προς το θατσερισµό, τα αποτελέσµατα αυτού του πειράµατος «διάχυσης της δικαιοσύνης από πάνω προς τα κάτω» είναι σκανδαλώδη:

  • Από το 1994, όταν το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο ανήλθε στην εξουσία, µέχρι το 2006 ο αριθµός των ανθρώπων που ζουν µε λιγότερο από ένα δολάριο τη µέρα διπλασιάστηκε από τα 2 στα 4 εκατοµµύρια.
  • Μεταξύ 1991 και 2002 το ποσοστό της ανεργίας των µαύρων της Νότιας . Αφρικής υπερδιπλασιάστηκε, από το 23% στο 48%.
  • Από τα 35 εκατοµµύρια των µαύρων πολιτών της Νότιας Αφρικής µόνο 5.000 έχουν ετήσιο εισόδηµα άνω των 60.000 δολαρίων. Ο αριθµός των λευκών που βρίσκονται σε αυτή την εισοδηµατική κλίµακα είναι εικοσαπλάσιος, ενώ πολλοί έχουν πολύ µεγαλύτερα εισοδήµατα.
  • Η κυβέρνηση του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου κατασκεύασε 1,8 εκατοµµύριο κατοικίες, όµως το ίδιο διάστηµα 2 εκατοµµύρια άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους.
  • Σχεδόν 1 εκατοµµύριο άνθρωποι εκδιώχτηκαν µε έξωση από αγροκτήµατα κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας της δηµοκρατίας.
  • Ο αριθµός των εξώσεων σηµαίνει ότι όσοι κατοικούν σε παραγκουπόλεις αυξήθηκαν κατά 50%. Το 2006 περισσότεροι από ένας στους τέσσερις Νοτιοαφρικανούς ζούσαν σε εκτός σχεδίου πόλης παραγκουπόλεις, χωρίς τρεχούµενο νερό και ηλεκτρισµό.

Ίσως η καλύτερη απόδειξη της αθέτησης των υποσχέσεων για ελευθερία είναι ο τρόπος µε τον οποίο διαφορετικά τµήµατα της νοτιοαφρικανικής κοινωνίας βλέπουν το Χάρτη της Ελευθερίας. Μέχρι πρόσφατα το κείµενο αντιπροσώπευε την έσχατη απειλή για τους λευκούς προνοµιούχους. Σήµερα οι επιχειρηµατίες και οι λευκοί που ζουν σε προστατευµένες κοινότητες το αντιμετωπίζουν ως µια δήλωση καλών προθέσεων, ιδεαλιστική και καθόλου απειλητική, παρόµοια µε τον κώδικα καλής συµπεριφοράς µιας εταιρείας. Όµως στις πόλεις για µη λευκούς, όπου κάποτε το κείµενο το οποίο υιοθετήθηκε σε ένα λιβάδι του Κέϊπταουν ήταν φορτισµένο από προοπτικές για ένα καλύτερο µέλλον, είναι οδυνηρό να αναλογίζονται οι άνθρωποι τις υποσχέσεις του Χάρτη της Ελευθερίας. Πολλοί Νοτιοαφρικανοί µποϊκοτάρισαν τις εορταστικές εκδηλώσεις της κυβέρνησης. «Όσα γράφει ο Χάρτης της Ελευθερίας είναι πολύ καλά», µου είπε χαρακτηριστικά ο Σµιτου Ζικόντε, ένας από τους ηγέτες του κινήµατος των κατοίκων των παραγκουπόλεων στο Ντέρµπαν, «όµως το µόνο που βλέπω είναι η προδοσία».

…Από την ίδια τη φύση των πραγµάτων, οι άνθρωποι που αποτελούν την αιχµή του δόρατος σε εθνικούς µετασχηµατισµούς εστιάζουν την προσοχή τους αποκλειστικά στις δικές τους ιστορίες και στους αγώνες τους για εξουσία, αδυνατώντας συχνά να αντιληφθούν τι συµβαίνει στον κόσµο, πέρα από τα σύνορα των χωρών τους….

Τελικά, το πιο πειστικό επιχείρηµα για να εγκαταλειφθούν οι υποσχέσεις του Χάρτη της Ελευθερίας για αναδιανοµή του πλούτου ήταν και το λιγότερο ευφάνταστο: Το ίδιο κάνουν όλοι. Στη συζήτησή µας ο Βισνού Πανταγιάτσι συνόψισε ως εξής το μήνυμα που εξαρχής λάμβαναν οι ηγέτες του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου από «τις Δυτικές κυβερνήσεις, το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα. Έλεγαν: ‘‘Ο κόσμος έχει αλλάξει. Τίποτα από όλη αυτή την αριστερή φρασεολογία δε σημαίνει πλέον κάτι. Αυτό είναι το μοναδικό παιχνίδι που υπάρχει». Όπως γράφει ο Γκουμέντε: «Επρόκειτο για μια επίθεση για την οποία το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο ήταν εντελώς απροετοίμαστο. Οι ηγέτες που ήταν υπεύθυνοι για την οικονομία πήγαιναν τακτικά στα κεντρικά γραφεία διεθνών οργανισμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ, ενώ κατά τη διάρκεια του 1992 και του 1993 αρκετά στελέχη του κόμματος, μερικά από τα οποία δεν είχαν καμία γνώση για οικονομικά θέματα, συμμετείχαν σε ταχύρρυθμα εκπαιδευτικά προγράμματα ξένων σχολών διοίκησης επιχειρήσεων, επενδυτικών τραπεζών, οικονομικών «δεξαμενών σκέψης» και της Παγκόσμιας Τράπεζας, όπου υποβάλλονταν σε μια «αυστηρή δίαιτα νεοφιλελεύθερο, ιδεών». Επρόκειτο για μια ιλιγγιώδη εμπειρία. Ήταν η πρώτη φορά που η διεθνής κοινότητα προσπαθούσε τόσο σκληρά να σαγηνεύσει μια κυβέρνηση εν αναμονή».

Ο Μαντέλα δέχτηκε μια ιδιαίτερα ισχυρή δόση αυτής της εκλεπτυσμένης μορφής πίεσης όταν το 1992 συναντήθηκε με Ευρωπαίους ηγέτες στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός. Όταν επεσήμανε ότι αυτό που ήθελε να κάνει η Νότια Αφρική δεν ήταν πιο ριζοσπαστικό από ό,τι είχε συμβεί στη Δυτική Ευρώπη με το Σχέδιο Μάρσαλ μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ιρλανδός υπουργός Οικονομικών απέρριψε τον παραλληλισμό. «Αυτό νομίζαμε τότε ότι ήταν το σωστό. Όμως οι οικονομίες σε όλο τον κόσμο είναι αλληλεξαρτώμενες. Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης έχει αρχίσει να ριζώνει Κα· μία οικονομία δεν μπορεί να αναπτυχθεί ξεχωριστά από τις οικονομίες των άλλων χωρών».

Όταν ηγέτες όπως ο Μαντέλα έρχονταν σε επαφή με τα κυκλώματα της παγκοσμιοποίησης, τους σφυροκοπούσαν με το γεγονός ότι ακόμα και οι πιο αριστερές κυβερνήσεις ενστερνίζονταν τη «Συναίνεση της Ουάσινγκτον»: Οι κομουνιστές στο Βιετνάμ και στην Κίνα το έκαναν, όπως εξάλλου και οι συνδικαλιστές στην Πολωνία και οι σοσιαλδημοκράτες στη Χιλή, η οποία είχε επιτέλους ελευθερωθεί από τον Πινοτσέτ. Ακόμα και οι Ρώσοι είχαν δει το νεοφιλελεύθερο φως την περίοδο που το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις η Μόσχα βρισκόταν εν μέσω μιας φρενήρους κορπορατικής μανίας, εκποιώντας τα κρατικά περιουσιακά στοιχεία σε κομματικό στελέχη που μετατρέπονταν σε επιχειρηματίες όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Αφού και η Μόσχα είχε παραδοθεί, πώς ήταν δυνατόν µια οµάδα ρακένδυτων αγωνιστών της ελευθερίας στη Νότια Αφρική να αντιστέκεται σε αυτό το πανίσχυρο παγκόσµιο κύµα;

Αυτό τουλάχιστον ήταν το µήνυµα το οποίο διέδιδαν οι δικηγόροι, οι οικονοµολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί που αποτελούν την ταχύτατα επεκτεινόµενη «βιομηχανίας της µετάβασης» οµάδες ειδικών οι οποίοι µετακινούνται από τη µια σπαρασσόµενη από πόλεµο χώρα στην άλλη µαστιζόµενη από κρίση πόλη, εκθειάζοντας στους νέους πολιτικούς ηγέτες τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν στο Μπουένος Άιρες, τις επιτυχίες στη Βαρσοβία και τον τροµακτικό βρυχηθµό των «ασιατικών τίγρεων». Οι «µεταβασιολόγου (όπως τους αποκαλεί ο Στίβεν Κοέν, καθηγητής πολιτικών επιστηµών στο Πανεπιστήµιο της Νέας Υόρκης) διαθέτουν ένα εγγενές πλεονέκτηµα σε βάρος των πολιτικών ηγετών τους οποίους συµβουλεύουν: Αποτελούν µια υπερκινητική τάξη, ενώ οι ηγέτες των απελευθερωτικών κινηµάτων επικεντρώνονται στο εσωτερικό των χωρών τους. Από την ίδια τη φύση των πραγµάτων, οι άνθρωποι που αποτελούν την αιχµή του δόρατος σε εθνικούς µετασχηµατισµούς εστιάζουν την προσοχή τους αποκλειστικά στις δικές τους ιστορίες και στους αγώνες τους για εξουσία, αδυνατώντας συχνά να αντιληφθούν τι συµβαίνει στον κόσµο, πέρα από τα σύνορα των χωρών τους. Αυτό είναι ένα ιδιαίτερα ατυχές γεγονός, διότι, αν οι ηγέτες του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου είχαν καταφέρει να διαπεράσουν το προπαγανδιστικό παραπέτασµα των μεταβασιολόγων» και είχαν διαπιστώσει από µόνοι τους τι πραγµατικά συνέβαινε στη Μόσχα, στη Βαρσοβία, στο Μπουένος Άιρες και στη Σεούλ, θα είχαν δει µια εντελώς διαφορετική εικόνα.

Σ 295Β, 204 W
 
Πηγή: https://ftaneipia1.wordpress.com